Παράλληλη αναζήτηση
| 2.146 εγγραφές [1951 - 1960] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λυγμός ο [liγmós] Ο17 : απότομη σύσπαση των μυών του λάρυγγα και του στήθους, συνήθ. σε παρατεταμένο κλάμα, σε θρήνο· αναφιλητό: Έκλαιγε με / ξέσπασε σε λυγμούς. ΦΡ αναλύομαι σε λυγμούς, αρχίζω να κλαίω, ξεσπώ σε λυγμούς.
[λόγ. < ελνστ. λυγμός, αρχ. σημ.: `λόξιγκας΄]
- λυγχναπία, λυγχναψία η,
- βλ. λυχναψία.
- λυγώ.
-
- Λυγίζω, κάμπτομαι:
- οι βραχίονές του … δεν ελυγούσαν (Χρον. Τόκκων 3353).
[<αόρ. του λυγίζω. Η λ. και σήμ.]
- Λυγίζω, κάμπτομαι:
- λυγώδης, επίθ.
-
- (Προκ. για ξύλο) που είναι από λυγαριά· ευλύγιστος:
- (Καλλίμ. 507).
[μτγν. επίθ. λυγώδης]
- (Προκ. για ξύλο) που είναι από λυγαριά· ευλύγιστος:
- λυδικός -ή -ό [liδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Λυδία ή στους Λύδους: Λυδική γλώσσα. || (ως ουσ.) η λυδική, τα λυδικά, η λυδική γλώσσα.
[λόγ. < αρχ. Λυδικός]
- Λύδιος, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία·
- έκφρ. λυδία λίθος = η πέτρα που χρησιμεύει για να ελεγχθεί η γνησιότητα του χρυσού:
- (Γλυκά, Στ. 350).
- έκφρ. λυδία λίθος = η πέτρα που χρησιμεύει για να ελεγχθεί η γνησιότητα του χρυσού:
[αρχ. επίθ. Λύδιος. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία·
- λύδιος -α -ο [líδios] Ε6 θηλ. και λυδία : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Λυδία: ~ τρόπος, ένας από τους δεκαπέντε τρόπους της αρχαίας ελληνικής μουσικής ο οποίος εισήχθη από τη Λυδία. (λόγ. έκφρ.) λυδία λίθος*.
[λόγ. < αρχ. Λύδιος]
- λυθρινάριον το· λεθρινάρι(ο)ν.
-
- Λυθρίνι:
- (Σταφ., Ιατροσ. 360).
[πιθ. <ουσ. *λυθρίνος (<αρχ. ερυθρίνος· πβ. τ. ‑ός στο Somav., λ. ψάρι και ιδιωμ. λουτρίνο, Καραν.) + κατάλ. ‑άριον· πβ. και νεότ. λυθρίνι. Τ. λεθρινάρι στο Du Cange (‑θρυ‑) και ‑ι στο Βλαστό 431. Η λ. σε σχόλ. (Meursius, λιθρινάριος, Du Cange και Steph., λι‑)]
- Λυθρίνι:
- λυθρίνι το [liθríni] Ο44 : εκλεκτής ποιότητας ψάρι με πλατύ σώμα, μεγάλο κεφάλι και με κοκκινωπό χρώμα.
[μσν. λυθρίνι υποκορ. του αρχ. ἐρυθρίν(ος) -ιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και ανομ. [r-r > l-r] ]
- λύκαινα η.
-
- Λύκαινα:
- (Θησ. Ή [261]).
[αρχ. ουσ. λύκαινα. Η λ. και σήμ.]
- Λύκαινα:



