Παράλληλη αναζήτηση
| 2.146 εγγραφές [1891 - 1900] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτιά η.
-
- Βρομιά· αισχρότητα· (εδώ αρσενοκοιτία):
- το κρίμαν της λουτιάς (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 118).
[πιθ. σχετ. με το ιταλ. luto <λατ. lutum ή το ουσ. λότα (βλ. ά.)]
- Βρομιά· αισχρότητα· (εδώ αρσενοκοιτία):
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτουργία η,
- βλ. λειτουργία.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουτρ το [lútr] Ο (άκλ.) : γούνα από το δέρμα της ενυδρίδας.
[λόγ. < γαλλ. loutre]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτρακίζομαι,
- βλ. λουτρικίζομαι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουτράρης ο [lutráris] Ο11 θηλ. λουτράρισσα [lutrárisa] Ο27 : ιδιοκτήτης ή υπάλληλος που εργαζόταν σε δημόσια λουτρά.
[μσν. λουτράρης < λουτρ(ό) -άρης· λουτράρ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτράρης ο.
-
- Υπάλληλος λουτρών:
- (Μαχ. 65620).
[<ουσ. λουτρόν + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Υπάλληλος λουτρών:
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτρικά τα.
-
- Τα απαραίτητα για το λουτρό σκεύη και ρούχα:
- (Προδρ. I 62).
[πληθ. ουδ. του επιθ. λουτρικός (Ησύχ., L‑S) ως ουσ. Η λ. και σήμ.]
- Τα απαραίτητα για το λουτρό σκεύη και ρούχα:
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτρίκι το.
-
- Πετσέτα μπάνιου, μπουρνούζι:
- εδούλευαν τα εργαστήριά μου τα λουτρίκια (Συναδ. φ. 174v).
[<ουσ. λουτρικόν (Δημ., λ. ‑ός) + κατάλ. ‑ι. Η λ. και σε έγγρ. του 19. αι.]
- Πετσέτα μπάνιου, μπουρνούζι:
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτρικίζομαι· λουτρακίζομαι.
-
- Λούζομαι, κάνω μπάνιο:
- Αυτός … τώρα λουτρικίζεται τρίτον την εβδομάδα (Προδρ. III 63 χφφ CPK κριτ. υπ).
[<ουσ. λουτρικόν + κατάλ. ‑ίζομαι (Κοραής, Άτακτα Α 47). Ο τ. στο Du Cange App. (‑ίζειν) και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης). Η λ. στο Du Cange (‑εσθαι)]
- Λούζομαι, κάνω μπάνιο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουτρικός -ή -ό [lutrikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο λουτρό ή στα λουτρά: Λουτρικές εγκαταστάσεις. Λουτρικό Kέντρο Aιδηψού.
[λόγ. < ελνστ. λουτρικός]



