Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λ
2.146 εγγραφές [611 - 620]
[Λεξικό Κριαρά]
λαχτάρα η· λακτάρα.
  • 1) Τρεμούλα, ταραχή, συγκίνηση (από έντονο συναίσθημα αγάπης ή πόνου):
    • στα σωθικά μου λακτάρα και καημό γροικώ μεγάλο (Πιστ. βοσκ. I 3, 83· Ερωτόκρ. Β́ 2292
    • (προκ. για την καρδιά):
      • (Θυσ. 171).
  • 2) Ζωηρή επιθυμία:
    • πόση λαχτάρα και καημόν έχουν όσοι αγαπούσι (Πανώρ. Έ 74).
  • 3) Εκτίμηση:
    • για λόγου σου 'χανε πρώτα πολλή λακτάρα (Διγ. O 612).

[<λαχταρίζω ή <θ. λαχτ‑/λακτ‑ (πβ. λακτέα, ‑ίζω) + κατάλ. ‑άρα. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαχταρίζω [laxtarízo] Ρ2.1α : φοβίζω, τρομάζω κπ., του προξενώ ξαφνικό φόβο, ταραχή: Mε λαχτάρισες νυχτιάτικα!

[μσν. λακταρίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < λακτάρ(α δες στο λαχτάρα) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
λαχταρίζω· λακταρίζω.
  • 1)
    • α) (Αμτβ.) τινάζομαι βίαια, σπαρταρώ, σφαδάζω:
      • εκείνον μεν καταλιμπάνει κείμενον και λακταρίζοντα εν τῳ ιδίῳ αίματι (Παράφρ. Χων. 445
    • β) (μτβ. και αμτβ.) τρέμω, συνταράζομαι, συγκλονίζομαι (από αγωνία, λύπη, πόνο, συγκίνηση, κ.τ.ό.):
      • πώς λακταρίζει (ενν. το πουλάκι) … μη χάσει τα παιδιά του (Π. Ν. Διαθ. φ. 335α 23
      • εγώ αγαπώ και καίγομαι, πονώ και λαχταρίζω (Πανώρ. Ά 147
      • (προκ. για την καρδιά):
        • (Φαλιέρ., Θρ. 32
      • (προκ. για τη γη):
        • (Αχέλ. 1110).
  • 2) (Μτβ. και αμτβ.) κατέχομαι από ζωηρή και αγωνιώδη επιθυμία:
    • λακταρίζω, πεθυμώ να πάγω στη μητέρα (Θυσ. 780· Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1036]).

[πιθ. <λακτίζω αναλογ. προς τα σπαρταρίζω, σταμαρίζω, κ.ά. ή <λαχτώ κατά το σχ. πετώ - πεταρίζω κ.τ.ό. ή <ουσ. λαχτάρα + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαχταρισμός ο· λακταρισμός.
  • α) Ταραχή, αναστάτωση, μεγάλη συγκίνηση:
    • ήλθε μου λακταρισμός να πέσω ν’ αποθάνω (Περί ξεν. 330
  • β) σπασμός:
    • λακταρισμόν στομάχου (Ιατροσ. κώδ. ιγ́).

[<αόρ. του λαχταρίζω + κατάλ. ‑μός. Ο τ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαχταριστός, επίθ.· λακταριστός.
  • 1) Σπαρταριστός· σχεδόν ζωντανός:
    • έτσι ζεστά, λακταριστά … (ενν. τα συκώτια και τες καρδίες) εις την φωτιάν … τ’ απήθωσεν (Θησ. Ζ́ [825]).
  • 2) Γεμάτος ταραχή και αγωνιώδη προσδοκία:
    • αποσπερνές λαχταριστές (Ερωτόκρ. Γ́ 24).

[<λαχταρίζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαχταριστός -ή -ό [laxtaristós] Ε1 : που προκαλεί έντονη επιθυμία, πόθο, ελκυστικός: Λαχταριστή κοπέλα. Λαχταριστά κεράσια / ψάρια.

[μσν. λακταριστός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < λακταρισ- (λακταρίζω δες στο λαχταρίζω) -τός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαχταρώ [laxtaró] & -άω Ρ10.1α : 1. επιθυμώ έντονα, κατέχομαι από διακαή πόθο: Λαχταράει να δει το παιδί της. Λαχτάρησα να φάω χταπόδι. || επιθυμώ να δω, να συναντήσω κπ.: Σε λαχταρήσαμε τόσον καιρό. 2. περιμένω, προσδοκώ με αγωνία, ανυπομονώ: ~ τη στιγμή που θα τη σφίξω στην αγκαλιά μου. 3. νιώθω έντονη συγκίνηση, ψυχική ταραχή, ξαφνικό φόβο: Tρόμαξα πολύ, λαχτάρησε η καρδιά μου. Aκούσαμε πως τον χτύπησε αυτοκίνητο και λαχταρήσαμε. || κάνω κπ. να νιώσει ψυχική ταραχή, φόβο: Άργησες να γυρίσεις και μας λαχτάρησες.

[μσν. λακταρώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < λακταρ(ίζω) (δες στο λαχταρίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. λακταρισ-]

[Λεξικό Κριαρά]
λαχταρώ· λακταρώ.
  • Ά Αμτβ.
    • α) Τινάζομαι απότομα, σπαρταρώ:
      • όλοι τους ετρέμανε σαν λακταρεί το ψάρι (Άλ. Κύπρ. 1522
    • β) (προκ. για την καρδιά) πάλλομαι, τρέμω (από συγκίνηση, αγωνία):
      • (Φαλιέρ., Ιστ. 74), (Αλεξ. 2402).
  • Β́ (Μτβ.) επιθυμώ, ποθώ:
    • διά γαμπρό τον 'πιθυμά, θέλει και λακταρεί τον (Διγ. O 1620).

[<λαχταρίζω. Ο τ. στο Du Cange (‑είν). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαχτέ, λαχτία η, βλ. λακτέα.
[Λεξικό Κριαρά]
λαχτίζω,
βλ. λακτίζω.
< Προηγούμενο   1... 60 61 [62] 63 64 ...215   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες