Παράλληλη αναζήτηση
| 2.146 εγγραφές [2081 - 2090] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λυτρωτής ο.
-
- Ελευθερωτής, σωτήρας· (εδώ προκ. για το Χριστό):
- λυτρωτήν αμαρτωλών (Σκλέντζα, Ποιήμ. 132)·
- έκφρ. ο λυτρωτής του κόσμου = ο Ιησούς Χριστός:
- (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1045]).
- Η λ. ως κύρ. όν. = ο Ιησούς Χριστός:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 943).
[μτγν. ουσ. λυτρωτής. Η λ. και σήμ.]
- Ελευθερωτής, σωτήρας· (εδώ προκ. για το Χριστό):
- λυτρωτικός -ή -ό [litrotikós] Ε1 : που φέρνει λύτρωση, σωτηρία, ανακούφιση: Tο λυτρωτικό μήνυμα του χριστιανισμού. Kοιμήθηκε έναν ύπνο βαθύ, λυτρωτικό.
λυτρωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. λυτρωτικός < λυτρωτ(ής) -ικός]
- λυχνάρι το [lixnári] Ο44 : μικρή φωτιστική συσκευή (πήλινη ή μεταλλική) εφοδιασμένη με φιτίλι, που λειτουργεί με την καύση λαδιού ή λίπους· λύχνος: Tο δωμάτιο φωτιζόταν από ένα μικρό ~. Tο μαγικό / το ακοίμητο ~. Tο ~ του Aλαντίν, λυχνάρι με μαγικές ιδιότητες (σε παραμύθια).
λυχναράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. λυχνάριν < ελνστ. λυχνάριον υποκορ. του αρχ. λύχνος]
- λυχνάριν (Ι) το· λυχνάρι.
-
- Λυχνάρι:
- να πάρουν … λάδι ελιάς καθάριο …, για το φως να ανάφτουν λυχνάρι (Πεντ. Έξ. XXVII 20).
[παλαιότ. ουσ. λυχνάριον (4.-5. αι., L‑S) <ουσ. λύχνος + κατάλ. ‑άριον. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Λυχνάρι:
- λυχνάριν (ΙΙ) το.
-
- Πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι:
- εφέγγαν τα λυχνάρια ως γιον τα κάρβουνα τα απτούμενα (Μαχ. 8226).
[<ουσ. λυχνιτάριν]
- Πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι:
- λυχναψία η· λυγχναπία· λυγχναψία· λυχνοψία.
-
- 1) Φωταψία:
- (Μαχ. 67631).
- 2) (Εκκλ.) εσπερινός:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 6918).
[αρχ. ουσ. λυχναψία. Τ. λυγναπία και λυχναπία σήμ. κυπρ.]
- 1) Φωταψία:
- λυχνία η [lixnía] Ο25 : φωτιστικό όργανο, λαμπτήρας, λάμπα: Hλεκτρική / ενδεικτική ~. Δίοδος / τρίοδος / πολυοδική ~. ~ πυρακτώσεως / ηλεκτρονική. Kάηκε μια ~ στην τηλεόραση και θέλει άλλαγμα. H σύγχρονη τεχνολογία έχει αντικαταστήσει τις λυχνίες με τρανζίστορ.
[λόγ. < αρχ. λυχνία `λυχνοστάτης΄ (σφαλερή αλλ. της σημ.) σημδ. γαλλ. lampe]
- λυχνία η· λυχνιά.
-
- 1) Λυχνοστάτης:
- (Πεντ. Έξ. ΧΧV 31, Αρ. IV 9, Αρ. VIII 3).
- 2) Φορητή συσκευή που παράγει φωτισμό με το κάψιμο του λαδιού, λυχνάρι, καντήλα:
- λαμπάδια πηγμένα ώσπερ λυχνίαι φωτειναί (Παϊσ., Ιστ. Σινά 610).
- 3) (Ως προσφών. της Παναγίας):
- Λυχνία, χαίρε, πάγχρυσε (Αλφ. 821· Παϊσ., Ιστ. Σινά 743).
[αρχ. ουσ. λυχνία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Λυχνοστάτης:
- λυχνικόν το.
-
- (Εκκλ.) μέρος της ακολουθίας ή η ακολουθία του εσπερινού:
- τας του λυχνικού ευχάς και τας εωθινάς (Κώδ. Πάτμου Ι 135).
[ουδ. του επιθ. λυχνικός ως ουσ. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, λ. ‑ός)]
- (Εκκλ.) μέρος της ακολουθίας ή η ακολουθία του εσπερινού:
- λυχνιτάρι(ο)ν το· λυχνιτάρι· λυχνιταρίν· λυχνοτάρι(ο)ν.
-
- Είδος πολύτιμου λίθου, λυχνίτης:
- κόκκινα λυχνιτάρια, λαμπρότερα της φλόγας (Λίβ. Esc. 473).
[<ουσ. λυχνίτης + κατάλ. ‑άρι(ο)ν. Η λ. (‑ιον) στη Σούδα (Steph.) και στο Du Cange]
- Είδος πολύτιμου λίθου, λυχνίτης:



