Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λ
2.146 εγγραφές [1931 - 1940]
[Λεξικό Κριαρά]
λοχαγός ο· λογχαγός· λόγχαγος.
  • Διοικητής λόχου στρατιωτών:
    • οχυρώσας αυτόν συν υπασπισταίς και λογχαγοίς (Δούκ. 6919).

[αρχ. ουσ. λοχαγός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοχεία η [loxía] Ο25 : χρονικό διάστημα σαράντα περίπου ημερών, κατά το οποίο η λεχώνα παραμένει στο σπίτι: Άδεια λοχείας. || η κατάσταση της λεχώνας.

[λόγ. < ελνστ. λοχεία, αρχ. σημ.: `γέννα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοχίας ο [loxías] Ο3 : (στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το δεκανέα και κατώτερος από τον επιλοχία: ~ σιτιστής / υπηρεσίας. ~ ΕΠY, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης.

[λόγ. λόχ(ος) -ίας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόχιος -α -ο [lóxios] Ε6 : (κυρ. ως ουσ. στον πληθ.) τα λόχια, τα υγρά εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα μετά τον τοκετό και κατά τη διάρκεια της λοχείας.

[λόγ. επίθ. < αρχ. τά λόχια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόχμη η [lóxmi] Ο30 : τμήμα δάσους με πολύ πυκνή θαμνώδη βλάστηση: Στις λόχμες βρίσκουν καταφύγιο τα άγρια ζώα και τα θηράματα.

[λόγ. < αρχ. λόχμη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόχος ο [lóxos] Ο18 : μονάδα του στρατού ξηράς, υποδιαίρεση του τάγματος, που αποτελείται από 130-150 άνδρες και διοικείται από λοχαγό: Διοικητής του λόχου.

[λόγ. < αρχ. λόχος `στρατιωτικό σώμα΄, ελνστ. σημ.: `σώμα 100 στρατιωτών΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λόχος ο, (Γλυκά, Αναγ. 168λόγχος, (Διήγ. Βελ. N2 212 χφ κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. λόχος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυγαριά η [liγarjá] Ο24 : θαμνώδες φυτό με λεπτά και ευλύγιστα κλαδιά. || λεπτή και ευλύγιστη βέργα, κλαδί λυγαριάς: Έκοβαν λυγαριές κι έπλεκαν καλάθια.

[μσν. λυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *λυγάρ(ι) (όν. καρπού) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. λυγός ἡ (ελνστ. ) -άρι(ον)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυγεράδα η [lijeráδa] Ο26 : η ιδιότητα του λυγερού: H ~ του κορμιού της ήταν εκπληκτική.

[λυγερ(ός) -άδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυγερόκορμος -η -ο [lijerókormos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει λεπτό και ευλύγιστο σώμα: Λυγερόκορμες κοπέλες έσερναν το χορό.

[λυγερ(ός) -ο- + κορμ(ί) -ος]

< Προηγούμενο   1... 192 193 [194] 195 196 ...215   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες