Παράλληλη αναζήτηση
| 159 εγγραφές [151 - 159] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουφαδόρος ο [lufaδóros] Ο18 : (λαϊκ.) αυτός που από τεμπελιά ή από βαρεμάρα αποφεύγει συστηματικά να εκτελέσει μια εντολή, μια διαταγή, μια αγγαρεία και γενικότερα μια εργασία υποχρεωτική και δυσάρεστη: Ο υπάλληλος που προσλάβαμε είναι μεγάλος ~.
[λούφ(α) -αδόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουφάζω [lufázo] Ρ2.2α μππ. λουφαγμένος : (οικ.) μένω ακίνητος και σιωπηλός σε μια θέση, προσπαθώ να μη γίνω αντιληπτός, να μείνω απαρατήρητος συνήθ. από φόβο· κρύβομαι, ζαρώνω: Tου ΄βαλα τις φωνές και λούφαξε. Λούφαξαν τα ζώα του δάσους.
[μσν. λωφάζω ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) < αρχ. λωφ(ῶ) `ξεκουράζομαι, χαλαρώνω΄ μεταπλ. -άζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουφάρω [lufáro] Ρ6α : (λαϊκ.) αποφεύγω (κυρ. μένοντας κρυμμένος ή απαρατήρητος) να εκτελέσω μια εντολή, μια διαταγή, μια αγγαρεία και γενικότερα μια εργασία υποχρεωτική και δυσάρεστη: Στο στρατό, αν θες να περνάς καλά, πρέπει να λουφάρεις.
[λούφ(α) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουφές ο [lufés] Ο13 : 1. η αμοιβή, ο μισθός των αρματολών κατά την Tουρκοκρατία, των αγωνιστών της επανάστασης του ΄21 και των στρατιωτών του τακτικού ελληνικού στρατού αργότερα. 2. (λαϊκ.) χρήμα που αποκτιέται με τρόπο που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ήθους: Kάνουν τους ιδεολόγους αλλά όλοι το λουφέ έχουν στο μυαλό τους.
[τουρκ. ulûfe `στρατιωτικός μισθός΄ -ς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αραβ. ulūfe]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουφές ο,
- βλ. αλοφάς.
[Λεξικό Κριαρά]
- λουχιέρης ο,
- βλ. λουσιέρης.
[Λεξικό Κριαρά]
- λουχτούκισμα το,
- βλ. λουκτούκισμα.
[Λεξικό Κριαρά]
- λουχτουκιώ,
- βλ. λουκτουκιώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- λούω· λούγω· λούζω· μτχ. παρκ. λουμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Πλένω, λούζω:
- (Απολλών. 157)·
- β) (μεταφ.) εξαγνίζω:
- μας έλουσεν (ενν. ο Χριστός) από τες αμαρτίες μας με το αίμα του (Χριστ. διδασκ. 37).
- α) Πλένω, λούζω:
- 2) Παρέχω με αφθονία:
- Κρασίν μ’ ελούσαν παρευθύς (Κρασοπ. ΑΟ 102).
- 1)
- ΙΙ. (Μέσ., μτβ. και αμτβ.)
- α) λούζομαι, πλένομαι:
- (Ιατροσόφ. 8622), (Λίβ. Esc. 2972)·
- β) (με σύστ. αντικ., μεταφ.) πικραίνομαι:
- πάλιν λούσομαι λουτρόν από πικρών υδάτων (Καλλίμ. 1449).
- α) λούζομαι, πλένομαι:
- Φρ.
- 1) Λούζομαι τα δάκρυα, εκ τα δάκρυα, με τα δάκρυα = κλαίω πολύ:
- (Αλφ. ξεν. Αθ. 46), (Λίβ. (Lamb.) N 52), (Λίβ. P 29).
- 2) Λούομαι το αίμα, με αίμα = κατακρεουργώ, αιματοκυλώ, σφάζω:
- (Ριμ. Βελ. ρ 340), (Διγ. Ο 350).
- 3) Λούομαι τον άθον = (μεταφ.) διαπομπεύομαι:
- (Σαχλ. Ά ΡΜ 317).
[αρχ. λούω. Ο τ. ‑ζω (<αόρ. του λούω αναλογ. με τα ρ. σε ‑ζω) και σήμ. Ο τ. ‑γω στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- I. Ενεργ.



