Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λοτ
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
λότα η.
  • Θηλυκό γουρούνι:
    • έναν χοιρίδιν ή μίαν λόταν, ήγουν σκρόφαν (Ασσίζ. 4228).

[πιθ. σχετ. με το λατ. lutum· κατά Χατζ., Λεξ., λ. λόττα <αραγωνικό laton - latona. Τ. ‑ττα στο Meursius (‑ττες) και σήμ. κυπρ. Τ. λού‑ σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοταρία η [lotaría] Ο25 : τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο ο νικητής, που αναδεικνύεται με κλήρωση αριθμημένων λαχνών, κερδίζει μικρά συνήθ. δώρα· λαχείο2: Kέρδισε τρεις κούτες τσιγάρα στη ~. (έκφρ.) βγάζω κτ. στη ~, κληρώνω: Έβγαλαν στη ~ μια τσιπούρα δύο κιλά.

[βεν. lotaria]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοταριατζής ο [lotariadzís] Ο8 : αυτός που, για δικό του όφελος, οργανώνει το παιχνίδι της λοταρίας.

[λοταρί(α) -ατζής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λότζα η [lódza] Ο25α : (παρωχ.) 1. κυκλικό ή πολύγωνο κιόσκι τζαμωτό εν μέρει ή εξ ολοκλήρου. 2. θεωρείο θεάτρου.

[ιταλ. loggia]

[Λεξικό Κριαρά]
λότζα η· λόντζα.
  • 1) Στοά, περιστύλιο, ισόγειο ή συν. σε ψηλότερο όροφο κτηρίου:
    • εκάτσαν εις την … αυλήν εις την μεγάλην λόντζαν (Μαχ. 501
    • κάτου εκατέβηκα, την λότζαν εσυντήρουν την μαρμαροθεμέλιωτην το πώς ήτον τριγύρου (Βεν. 53
    • η αρχόντισσα … εξέβην έξω εις την λόντζαν και εκατέβην εις το σέντε (Μαχ. 2661
    • (ειρων.):
      • (Σαχλ., Αφήγ. 588).
  • 2)
    • α) Ο χώρος, το κτήριο όπου είναι εγκαταστημένος κάπ.:
      • η λότζα του βισκούντη (Μαχ. 3416
    • β) προκ. για τα προξενεία της Γένοβας και της Βενετίας στην Κύπρο:
      • (Μαχ. 13816, 22826).

[<ιταλ. loggia (Kahane, GR II 112). Η λ. (Du Cange) και ο τ. (Somav. II, λ. loggia), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS II 45, Χυτήρης, Kahane, ό.π. 120]

[Λεξικό Κριαρά]
λοτζάρω· λοντζάρω.
  • Καταλύω, διαμένω:
    • έρχουνται οι αφεντάδες και λοντζάρου στα σπίτια τούτα (Λεηλ. Παροικ. 522).

[<βεν. lozar]

[Λεξικό Κριαρά]
λοτζέτα η.
  • Μικρός εξώστης, βεράντα:
    • εις τη λοτζέτα εβγήκα και προς τα μέρη του γιαλού τα μάτια μου εστραφήκα (Στάθ. Β́ 323).

[<βεν. lozeta. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λότζικα η.
  • Λογική:
    • (Στάθ. Γ́ 127).

[<ιταλ. logica]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λότο το [lóto] & λόττο το [lóto] Ο (άκλ.) : τυχερό παιχνίδι, κατά το οποίο ο κάθε παίκτης, από μια σειρά αριθμών που είναι τυπωμένοι πάνω σε δελτία, επιλέγει τυχαία ορισμένους, οι οποίοι, αν κληρωθούν, του αποφέρουν χρηματικά κέρδη: Παίζω μανιωδώς ~ κάθε βδομάδα. Kέρδισε ένα υπέρογκο ποσό στο ~.

[ιταλ. lotto (και με ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λότος ο [lótos] Ο18 : η λοταρία.

[ιταλ. lotto (αρσ. κατά το κλήρος)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες