Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λι
443 εγγραφές [71 - 80]
[Λεξικό Κριαρά]
λίγ, 'λίγ‑,
βλ. ολίγ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
λιγ‑, 'λιγ‑,
βλ. ολιγ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
λίγα η.
  • 1) Συμμαχία, ένωση, συνασπισμός:
    • οι αφέντες εμονιάσαν άπαντες της Ιταλίας … και μίαν λίγαν έποικαν (Κορων., Μπούας 14).
  • 2) Το σύμβολο της Sacra Liga («του Ιερού συνασπισμού» Βενετίας, Ισπανίας, και Πάπα κατά των Τούρκων, 1571):
    • είχε (ενν. η παντέρα) τον Ι(ησού)ν Χ(ριστό)ν αντάμα με την λίγα (Άλ. Κύπρ. 1201).

[<βεν. liga]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίγδα η [líγδa] Ο25 : λιπαρός λεκές, λιπαρή βρομιά που δημιουργείται συνήθ. ύστερα από μακροχρόνια χρήση: Tο σακάκι / ο γιακάς του έχει πιάσει ~. Οι τοίχοι, τα πατώματα, τα έπιπλα είναι μέσα στη ~.

[ελνστ. λίγδα `στάχτη, αλισίβα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λίγδα η.
  • α) Λίπος:
    • εις καμουχάν εάν πέσ(ει) λίγδα να έβγει (Ιατροσ. κώδ. χϰς́
  • β) (συνεκδ.) λεκές από λίπος:
    • Να εβγάλεις νε λίγδα ή λέρα χάσδιον (αυτ. φξά).

[παλαιότ. ουσ. λίγδα (Ησύχ.) <μτγν. ‑ος ο· πβ. αρχ. επίρρ. ‑ην (Chantraine). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λιγδερός, επίθ.
  • Λιπαρός, λιγδιάρης:
    • τα λιγδερά ανατριχόγενά σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1239]).

[<ουσ. λίγδα + κατάλ. ‑ερός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγδιάζω [liγδjázo] Ρ2.1α μππ. λιγδιασμένος : λιγδώνω. α. λερώνω κτ. με λιπαρή βρομιά: Tον λίγδιασες πάλι το γιακά σου. β. λερώνομαι με λιπαρή βρομιά: Λίγδιασε το πουκάμισο. Φοράει ένα λιγδιασμένο καπέλο.

[λίγδ(α) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγδιάρης -α -ικο [liγδjáris] Ε9 : που είναι βρομιάρης, ακάθαρτος, γεμάτος λίγδες. || (ως ουσ.).

[λίγδ(α) -ιάρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγδιάρικος -η -ικο [liγδjárikos] Ε5 : που είναι βρόμικος, γεμάτος λίγδα: Λιγδιάρικο παντελόνι / κοστούμι.

[λιγδιάρ(ης) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίγδιασμα το [líγδjazma] Ο49 : το λέρωμα με λίγδες· βρόμισμα, λίγδωμα.

[λιγδιασ- (λιγδιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες