Combined Search
| 443 items total [401 - 410] | << First < Previous Next > Last >> |
- λίσγευμα το.
-
- Σκάμμα, τάφρος, χαντάκι:
- (Metrol. 1261, 4).
[<λισγεύω (ποντ.) + κατάλ. ‑μα. Τ. λίσκεμα σήμ. ιδιωμ.]
- Σκάμμα, τάφρος, χαντάκι:
- λίστα η [lísta] Ο25 : (οικ.) πίνακας με ονόματα ή πράγματα που ανήκουν σε μια ομάδα· κατάλογος: ~ με τα ψώνια. H ~ με τα ονόματα των υποψήφιων βουλευτών. ~ αναμονής*. ΦΡ μαύρη ~, υποθετικός κατάλογος με ονόματα εχθρών, αντιπάλων, ανεπιθύμητων προσώπων: Tον έγραψε στη μαύρη ~· ΣYN ΦΡ μαύρος* πίνακας. μαύρα κατάστιχα*.
[ιταλ. lista]
- λιτανεία η [litanía] Ο25 : υπαίθρια θρησκευτική πομπή, κυρίως παρακλητικού χαρακτήρα, με περιφορά ιερής εικόνας ή λειψάνων: Έκαναν ~ για να βρέξει.
[λόγ. < μσν. λιτανεία, ελνστ. σημ.: `παράκληση προς τους θεούς΄]
- λιτανεία η· λιτανειά· γεν. πληθ. λιτανεών.
-
- Λιτανεία:
- ο πατριάρχης έκαμε … λιτανείαν … Κ(αι) εδέοντον του Θ(εού) να δώσει βροχήν (Χρον. βασιλέων 1148)·
- εποίκαν λιτανείες … και επήγεν ο λαός όλος εις την Αγίαν Παρασκευήν (Μαχ. 6786)·
- τας ημέραις των μεγάλων λιτανεών (Ασσίζ. 37812).
[μτγν. ουσ. λιτανεία. Η λ. και σήμ.]
- Λιτανεία:
- λιτάνευση η [litánefsi] Ο33 : παρακλητική κυρίως ή δοξαστική περιφορά ιερής εικόνας ή λειψάνων: Mε συμμετοχή πλήθους πιστών έγινε η ~ της ιερής εικόνας του Aγίου Nεκταρίου.
[λόγ. λιτανεύ(ω) -σις > -ση]
- λιτανεύω [litanévo] Ρ5.1α : 1. κάνω λιτανεία ή συμμετέχω σε αυτή. 2. περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο (κυρ. εικόνα ή λείψανα αγίων) παρακαλώντας για κτ.
[λόγ. < μσν. λιτανεύω, αρχ. σημ.: `ικετεύω΄ κατά την εξέλιξη της σημ. της λ. λιτανεία]
- λιτανεύω· αόρ. ελιτάνεσσα.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Ικετεύω, παρακαλώ θερμά:
- (Βίος Αλ. 2294).
- 2) Περιφέρω κάπ. ιερό αντικείμενο σε λιτανεία:
- εις το γέννημάν της (ενν. της ακρίδας) λιτανεύουν το εικόνισμαν (Μαχ. 408).
- 1) Ικετεύω, παρακαλώ θερμά:
- Β́ (Αμτβ.) συμμετέχω σε λιτανεία:
- εβγάνουσι την αγίαν εικόνα και γυρίζουν την όλην την χώραν και ελιτανεύαμεν τρεις ημέρες (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 462).
[αρχ. λιτανεύω. Η λ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.
- λίτε η· λίτη.
-
- 1) Δίκη:
- έχομεν μίαν λίτε … με τους αφέντες … και άλλην μίαν … εις την Βενετίαν, ανίσως και … ο Θεός θέλει … να τες κερδαίσομε (Μορεζίν., Διαθ. 484)·
- φρ. γυρεύεται η λίτη = διεξάγεται η δίκη:
- (Ιστ. Μαρκ. 76).
- 2) (Συνεκδ.) πράξη που «καταδικάζεται» από την κοινωνία:
- άδικος, κλέπτης να γενεί … λίτες και δώσια να αγαπά (Σαχλ., Αφήγ. 332 (έκδ. δίδε· διόρθ. Ξανθουδίδης)).
[<ιταλ. lite. Ο τ. και σήμ. κυπρ. και κρητ.]
- 1) Δίκη:
- λιτή η [lití] Ο29 : 1. εκκλησιαστική δέηση που τελείται σε αγρυπνίες και σε ολονυκτίες. 2. εσωτερικός νάρθηκας ναού.
[λόγ. < μσν. λιτή, αρχ. σημ.: `παράκληση (στους θεούς)΄]
- λιτή η· λίτη.
-
- 1) Παράκληση, δέηση:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15713).
- 2) Θρησκευτική πομπή, λιτανεία:
- Λιτές εκάναν τρίγυρα, δέησες κι ακλοθούσα με δάκρυα όλος ο λαός (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2715)·
- φρ. πολομώ λιτήν = κάνω λιτανεία:
- (Μαχ. 727).
[αρχ. ουσ. λιτή. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παράκληση, δέηση:



