Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λι
443 εγγραφές [271 - 280]
[Λεξικό Κριαρά]
λιμοκτονώ· μτχ. παρκ. λιμοκτονισμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Ά (Αμτβ.) υποφέρω από λιμό, πείνα:
      • τους αποκλείσασι κι όλοι λιμοκτονούσαν χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί (Κορων., Μπούας 17).
    • Β́ (Μτβ.) θανατώνω με λιμό, επιβάλλω, προκαλώ λιμοκτονία:
      • πάντας … εγκλείστους υπό ασιτίας λιμοκτονήσας ένεκα χρυσού και αργύρου (Δούκ. 10324).
  • IΙ. Μέσ.
    • 1) Πεινώ πολύ, υποφέρω από πείνα:
      • Οι … πένητες και λιμοκτονισμένοι (Προδρ. ΙΙ 82 χφ Η κριτ. υπ).
    • 2) Πεθαίνω από ασιτία, πείνα:
      • (Φυσιολ. 34920‑1
      • (μεταφ. προκ. για πνευματικό θάνατο):
        • Πλείον γαρ τῳ νόμῳ προσέχοντες οι Ιουδαίοι ελιμοκτονήθησαν (Φυσιολ. 34910).

[αρχ. λιμοκτονέω. Τ. ‑χτ‑σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμός ο [limós] Ο17 : (λόγ.) μεγάλη πείνα που οφείλεται σε παρατεταμένη έλλειψη τροφής: H μεγάλη ξηρασία προκάλεσε πολλούς θανάτους από λιμό. ΦΡ σεισμοί*, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί.

[λόγ. < αρχ. λιμός (σύγκρ. διαλεκτ. λιμός < αρχ. λιμός)]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμός ο.
  • Έλλειψη τροφής, πείνα μεγάλη:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1884
    • φρ. ψοφώ από του λιμού = «πεθαίνω της πείνας», πεινώ υπερβολικά:
      • (Προδρ. IV 393).

[αρχ. ουσ. λιμός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμοταγισμένος, μτχ. επίθ.
  • Που τρέφεται ανεπαρκώς, πειναλέος:
    • (Προδρ. IV 293).

[<ουσ. λιμός + μτχ. παρκ. του ταγίζω. Τ. λ’μουταγ’σμένους σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμουζίνα η [limuzína] Ο25 : χαρακτηρισμός επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, μεγάλου και πολυτελούς: Οι βιομήχανοι / οι υπουργοί με τις αστραφτερές λιμουζίνες.

[λόγ. < γαλλ. limousin(e) ]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμουργία η.
  • Παρωδία του ουσ. λειτουργία με επίδρ. των ουσ. λιμός και λαιμαργία:
    • Εις δε την Λιμουργίαν οι Μαγαρισμοί (Σπανός D 1595).
[Λεξικό Κριαρά]
λιμουριάζω.
  • Πεινώ πολύ, «πεθαίνω της πείνας»·
    • (εδώ μτβ.) επιθυμώ πολύ, ορέγομαι κ.:
      • κάμαν πρώτη νίκη και το ελιμουριάξασι σαν το αρνί οι λύκοι (Διακρούσ. 786).

[<ουσ. λιμούρα (<λίμα + ‑ούρα, πβ. Μηνάς 1978: 128-37) + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίμπα [límba & líba] (άκλ.) : κυρίως στη ΦΡ τα κάνω ~, προξενώ πολύ μεγάλη καταστροφή, αναστάτωση: Πάνω στο μεθύσι του τα έκανε όλα ~· ΣYN ΦΡ γυαλιά καρφιά.

[αντδ. < ιταλ. (νότ. διάλ.) limba `μεγάλη λακκούβα΄ (και παλιά ελλην. σημ.) < υστλατ. lembus `μικρό, γρήγορο ιστιοφόρο΄ < αρχ. λέμβος]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμπά τα.
  • Όρχεις:
    • να του κόψουν την ψωλήν με όλα τα λιμπά (Ασσίζ. 34720).

[σχετ. με το επίθ. λιμβός, που απ. τον 4. αι., σε σχόλ. και στον Ησύχ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμπεραλισμός ο [liberalizmós] Ο17 : ο φιλελευθερισμός.

[λόγ. < γαλλ. libéralisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   1... 26 27 [28] 29 30 ...45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες