Παράλληλη αναζήτηση
| 443 εγγραφές [201 - 210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιθοτριψία η [liθotripsía] Ο25 : (ιατρ.) ο θρυμματισμός των λίθων της ουροδόχου κύστεως με ειδικό όργανο, που εισάγεται μέσο της ουρήθρας: Εξωσωματική ~, αναίμακτη τεχνική θραύσης των λίθων του ουροποιητικού συστήματος με τη χρήση ειδικών μηχανημάτων.
[λόγ. λιθο- + τριψ- (τρίβω) -ία μτφρδ. γαλλ. lithotritie]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιθουανικός -ή -ό [liθuanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Λιθουανία ή στους Λιθουανούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Λιθουανική κυβέρνηση / πρωτεύουσα / γλώσσα. || (ως ουσ.) η λιθουανική, τα λιθουανικά, η λιθουανική γλώσσα.
λιθουανικά ΕΠIΡΡ σε λιθουανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Λιθουαν(ία) -ικός < γαλλ. Lithuan(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιθοφόρος, επίθ.
-
- Που φέρει, που παρασύρει πέτρες:
- Ροχθεί … ποταμός λιθοφόρος (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2668).
[μτγν. επίθ. λιθοφόρος]
- Που φέρει, που παρασύρει πέτρες:
[Λεξικό Κριαρά]
- λιθώδης, επίθ.
-
- α) Πετρώδης:
- βουνός … σκληρός, λιθώδης (Καλλίμ. 81)·
- β) σκληρός σαν πέτρα:
- του αιματώδους … ή του λιθώδους αποστήματος (Ιερακοσ. 44214)·
- γ) (μεταφ.) άπονος, σκληρός:
- καρδία λιθώδης (Έκθ. χρον. 152).
[αρχ. επίθ. λιθώδης]
- α) Πετρώδης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιθώδης -ης -ες [liθóδis] Ε11 : για υλικό που έχει την υφή, τη σύσταση της πέτρας.
[λόγ. < αρχ. λιθώδης]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιθώνω· λιθιώννω.
-
- α) Απολιθώνω, πετρώνω (κ. ή κάπ.):
- εκείνη λίθιωσέ τον (ενν. τον έρωτα) πριν σιμώσει (Κυπρ. ερωτ. 198)·
- β) (μεταφ.) κάνω κάπ. να μείνει ακίνητος, άναυδος (από φόβο, έκπληξη, κ.ά.):
- από την τόση ταραχήν έμειναν λιθωμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1928).
[αρχ. λιθόω. Ο τ. αναλογ. με ρ. σε ‑ιώνω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Απολιθώνω, πετρώνω (κ. ή κάπ.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λικέρ το [likér] Ο (άκλ.) : οινοπνευματώδες ποτό της κατηγορίας των ηδύποτων.
λικεράκι το YΠΟKΟΡ: Θα πάρετε ένα ~; [λόγ. < γαλλ. liqueur]
[Λεξικό Κριαρά]
- λικμίζω· λιχνίζω.
-
- Λιχνίζω:
- τον θεριζόμενον στάχυν και τας λικμιζομένας άλωνας ένδον εκόμιζον (Δούκ. 3074).
[<αόρ. του λικμώ. Ο τ. στο Somav. και σήμ. Η λ. στον Ησύχ.]
- Λιχνίζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- λικμώ· λιχνώ.
-
- Λιχνίζω:
- (Χρησμ. 8611).
[αρχ. λικμώ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Λιχνίζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λικνίζω [liknízo] -ομαι Ρ2.1 : κουνάω, ταλαντεύω κτ. ελαφρά, παλινδρομικά: Περπατούσε λικνίζοντας τους γοφούς της. H βάρκα λικνιζόταν στο ελαφρό κυματάκι.
[λόγ. < ελνστ. λικνίζω `λιχνίζω΄ (δες στο λίκνο)]



