Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λεόν
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
λεονταράκι το.
  • Μικρό λιοντάρι:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 235r).

[<ουσ. λεοντάρι + κατάλ. ‑άκι. Τ. λιο‑ στο Somav. (λιω‑, λ. λεω‑). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λεοντάριν το· λεντάρι· λεοντάρι· λιοντάρι· λιοντάριν· λοντάρι.
  • 1)
    • α) Λιοντάρι:
      • αμέρωτα λιοντάρια (Πανώρ. Ά 137
    • β) (μεταφ.) προκ. για άνδρα γενναίο:
      • επρόβαλε της Κρήτης το λιοντάρι (Ερωτόκρ. Β́ 764).
  • 2) Το λιοντάρι του αγίου Μάρκου ως έμβλημα του βενετικού κράτους· (κατ’ επέκταση) το βενετικό κράτος:
    • Λιοντάρι χρυσοπτέρυγο, στον κόσμο δοξασμένο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4987· 56611).
  • Η λ. και ο τ. ‑ι ως τοπων.:
    • (Σφρ., Χρον. 14410), (Πορτολ. Α 2413).

[μτγν. ουσ. λεοντάριον. Οι τ. ‑ι και λιοντάρι και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λεονταρίνα η· λονταρίνα.
  • Λέαινα:
    • (Πεντ. Γέν. XLIX 9).

[<ουσ. λεοντάρι + κατάλ. ‑ίνα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. στον τ. λιο‑]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεονταρισμός ο [leondarizmós] Ο17 : υπερβολική επίδειξη τόλμης και δύναμης με σκοπό τον εντυπωσιασμό, τον εκφοβισμό του αντιπάλου: Επιδίδεται σε άσκοπους λεονταρισμούς απέναντι σε έναν ανίσχυρο αντίπαλο.

[λόγ. λεοντάρ(ι) -ισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
Λεονταρίτης ο.
  • Αυτός που κατοικεί στο Λεοντάρι της Αρκαδίας ή κατάγεται από εκεί:
    • επολεμήθη (ενν. ο αμιράς) … παρά των Λεονταριτών (Σφρ., Χρον. 16029).

[<τοπων. Λεοντάριν + κατάλ. ‑ίτης. Η λ. και σήμ. ως επών.]

[Λεξικό Κριαρά]
Λεονταριώτης ο· Λονταριώτης.
  • Λεονταρίτης:
    • Σπαρτιάτων … κι αξίων Λονταριώτων (Κορων., Μπούας 25).

[<τοπων. Λεοντάριν + κατάλ. ‑ιώτης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λεονταρόπουλον το· λονταρόπουλον.
  • Μικρό λιοντάρι:
    • ώσπερ κάμνει λέαινα στα λονταρόπουλά της (Θησ. Ή [1213]).

[<ουσ. λεοντάρι + κατάλ. ‑πουλον. Ο τ. στο Meursius (‑λλον)]

[Λεξικό Κριαρά]
λέοντας, λεόντας ο,
βλ. λέων.
[Λεξικό Κριαρά]
λεόντειον το.
  • Η ομοιότητα κάπ. με λιοντάρι· ψυχικό σθένος, γενναιότητα:
    • Ίσασι γαρ οι πάντες … την σην ορμητικήν ψυχήν, … το τολμηρόν και θρασύ και λεόντειον (Δούκ. 21723).

[ουδ. του αρχ. επιθ. λεόντειος ως ουσ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεόντειος -α / -ος -ο [leóndios] Ε15 : (λόγ.) που αναφέρεται στο λιοντάρι· κυρίως στην έκφραση ~ εταιρεία, συμφωνία με τελείως άνισους όρους, κατά την οποία ένας ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στις ζημίες και αποκλείονται από τα κέρδη. || Λεόντειο προσωπείο*.

[λόγ. < αρχ. λεόντειος `που ανήκει σε λιοντάρι΄ σημδ. γαλλ. léonin]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες