Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λεκ
19 εγγραφές [11 - 19]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λέκιασμα το [lékazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του λεκιάζω.

[λεκιασ- (λεκιάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεκιθικός -ή -ό [lekiθikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη λέκιθο: ~ πόρος / υμένας / ασκός.

[λόγ. λέκιθ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεκιθίνη η [lekiθíni] Ο30 : φωσφορούχος οργανική ουσία που περιέχεται σε όλα τα ζωικά και φυτικά κύτταρα, και σε μεγάλη ποσότητα στον κρόκο των αυγών.

[λόγ. < γαλλ. lécithine < αρχ. λέκιθ(ος) -ine = -ίνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λέκιθος η [lékiθos] Ο36 : 1. ο κρόκος του αυγού των πουλιών. 2. (βιολ.) ουσία του κυτταροπλάσματος που αποτελείται από λευκώματα και λίπη και που χρησιμεύει για τη διατροφή και την ανάπτυξη του εμβρύου.

[λόγ.: 1: αρχ. λέκιθος· 2: διεθ. lecith (στη νέα σημ.) -ος < αρχ. λέκιθος]

[Λεξικό Κριαρά]
λέκιθος η.
  • Κρόκος αβγού:
    • (Ιερακοσ. 46819).

[αρχ. ουσ. λέκιθος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λεκτενέντος ο· λικτινέντος.
  • Τοποτηρητής, αναπληρωτής, στρατιωτικός διοικητής:
    • ο λεκτενέντος …, ο αυθέντης της Χώρας (Θρ. Κύπρ. 209
    • (προκ. για αναπληρωτή του διοικητή των Ιωαννιτών Ιπποτών):
      • (Βουστρ. 2304).

[<παλαιότ. γαλλ. lehtenent/‑ant (Livre rem. 126, 129, κ.α.) - luoctenent (Du Cange, Lat., λ. lociservator)· πβ. ιταλ. luogo‑/locotenente (DEI)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεκτικός -ή -ό [lektikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται σε ό,τι εκφράζεται, διατυπώνεται με το λόγο· φραστικός: Λεκτική έκφραση. Λεκτικά σφάλματα. Συμφώνησαν στην ουσία του κειμένου και αναζητούν την κατάλληλη λεκτική διατύπωση. Οι ρίμες και τα ρυθμικά παιχνίδια ανήκουν στη λεκτική δομή της ποίησης. || (γραμμ.) λεκτικά ρήματα, που έχουν την έννοια του λέγω. || (ιατρ.) λεκτική τύφλωση*. || (ως ουσ.) το λεκτικό, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά, το ύφος. λεκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. λεκτικός]

[Λεξικό Κριαρά]
λέκτορα.
  • Λ. πλαστή από παρανόηση της λ. Έκτορα:
    • (Φορτουν. Β́ 61 (έκδ. λέχτορα)).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λέκτορας ο [léktoras] Ο5 θηλ. λέκτορας [léktoras] & (προφ.) λεκτόρισσα [lektórisa] Ο27 : η πρώτη (κατώτερη) βαθμίδα του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

[λόγ. λέκτ(ωρ) -ορας < λατ. lector `αναγνώστης΄ σημδ. αγγλ. lecturer `μέλος πανεπιστημιακού διδακτικού προσωπικού κατώτερο από τον καθηγητή΄ (< λατ. lector)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λέκτορ(ας) -ισσα]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες