Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λα
620 εγγραφές [371 - 380]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπρύνω [lambríno] -ομαι Ρ8.1 : προσδίδω σε κτ. αίγλη, επισημότητα, δόξα, ομορφιά: Γνωστές προσωπικότητες λάμπρυναν με την παρουσία τους τη δεξίωση / την εκδήλωση. Ο δήμαρχος θέλησε να λαμπρύνει τη θητεία του με μεγάλα έργα.

[λόγ. < αρχ. λαμπρύνω `κάνω να λάμψει΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπρύνω· μτχ. παρκ. λαμπρυσμένος· λελαμπρυσμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Κάνω κ. λαμπρό, διακοσμώ με πολυτέλεια, στολίζω:
        • (Διγ. A 3988
        • περιβόλιν … τό ελάμπρυνεν ο Πόθος (Λίβ. Esc. 619).
      • 2) Προσδίδω αίγλη, λαμπρότητα, κάνω κ. πασίγνωστο, δοξάζω:
        • (Διγ. Z 1376).
      • 3) Φωτίζω, καθοδηγώ:
        • τούτη (ενν. η Αρετή) το νου του ελάμπρυνε (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 38).
    • Β́ (Αμτβ.) γίνομαι λαμπρός, φωτεινός:
      • Άλλοι φωτιές ανάφτανε κι ελάμπρυνεν η νύκτα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36020).
  • II. (Μέσ.) φωτίζομαι·
    • (μεταφ.):
      • ως ουρανός κατάστερος είσαι λελαμπρυσμένη (ενν. συ η Παναγία) (Διακρούσ., Πένθος 198).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Λαμπερός, φωτεινός, αστραφτερός:
      • λελαμπρυσμένη νύκταν (Αχιλλ. O 510
      • άρματα λαμπρυσμένα (Ιμπ. 387
      • (μεταφ.):
        • πρόσωπον λαμπρυσμένον (Ιμπ. (Legr.) 834).
    • 2) (Μεταφ.) διαπρεπής, ένδοξος, ξακουσμένος:
      • άνδρες λελαμπρυσμένοι (Ριμ. Βελ. ρ 702).
    • 3) (Προκ. για πυρ) λαμπερός, «δυνατός»:
      • (Θησ. Í [723]).

[αρχ. λαμπρύνω. Η μτχ. λαμπρυσμένος (πβ. λαμπρίζω) στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπρυσμένα, επίρρ.
  • Με λαμπρότητα:
    • (Ιμπ. 469).

[<μτχ. παρκ. του λαμπρύνω]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπρώς, επίρρ.
  • 1) Με μεγαλοπρέπεια, με πολυτέλεια:
    • οικέτιδές τε … λαμπρώς ηγλαϊσμέναι (Διγ. Gr. 1796· Ιστ. Βλαχ. 1672).
  • 2) Αξιοπρεπώς:
    • Η κόρη ταύτ’ ως ήκουσεν, άφωνος ισταμένη και ησυχάζουσα λαμπρώς … (Διγ. Z 796).
  • 3) Με εξαιρετική ομορφιά, πολύ ευχάριστα:
    • το έδαφος τοις άνθεσι λαμπρώς πεποικιλμένον (Διγ. Z 2767
    • γερανοί λαμπρώς … μελωδούσι (Διγ. A 3874).

[αρχ. επίρρ. λαμπρώς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπτήρας ο [lamptíras] Ο2 : φωτιστικό όργανο, λάμπα, λυχνία: ~ ηλεκτρικός / αεριόφωτος / ασετυλίνης / φθορισμού.

[λόγ. < αρχ. λαμπτήρ, αιτ. -ῆρα `φανάρι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπτικός, επίθ.
  • Φωτερός, λαμπερός:
    • φως της ημέρας λαμπτικόν (Βυζ. Ιλιάδ. 745).

[<λάμπω + κατάλ. ‑τικός]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπυράδα η,
βλ. λαμπράδα.
[Λεξικό Κριαρά]
λαμπυρίδα η· λαμπ’ρίδα.
  • α) Σπίθα:
    • ανεμοταράχισμα ήπαιρε τας λαμπ’ρίδας, και ένθεν κατεμπύριζεν τα ένδον της Τρωάδος (Βυζ. Ιλιάδ. 28
  • β) φωτεινό σήμα:
    • λαμπυρίδες πολεμεί τα κάτεργα να 'λθούσι (αυτ. 1019).

[<αρχ. ουσ. λαμπυρίς. Η λ. (Somav.) και ο τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. ίς)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπυρίζω [lambirízo] Ρ2.1α : ακτινοβολώ με μικρές, διακεκομμένες λάμψεις: Tα άστρα λαμπύριζαν στον καθαρό ουρανό.

[ελνστ. λαμπυρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπυρίζω.
  • α) Φέγγω, φωτίζω:
    • τση μέρας τ’άξο φως … ως είδα κι ελαμπύρισεν … σηκώνομαι και ντύνομαι (Φορτουν. Ά 254 (έκδ. ‑μπί‑)
  • β) ακτινοβολώ, λάμπω:
    • Το πρόσωπό ντου σαν του ηλιού τσ’ ακτίνες λαμπυρίζει (Πανώρ. Γ́ 45).

[μτγν. λαμπυρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 36 37 [38] 39 40 ...62   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες