Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λα
620 εγγραφές [271 - 280]
[Λεξικό Κριαρά]
λάλα η.
  • Κάμπια:
    • ο Θεός ήφερεν άνεμο … και ήφερε … ακρίδα και λάλα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 162r).

[<αλβ. llallë, a. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Ά 209, Χυτήρης 94]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλά η.
  • Γιαγιά:
    • εκάμασι παιδόγγονα … και κερά λαλά εγίνη (Ερωτόκρ. Έ 1516).

[νηπ. λ. (Ανδρ., Καλογεράς 1975: 188)· πβ. λαλάς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλάγγι το.
  • Είδος τηγανίτας, λαλαγγίτα:
    • λαλάγγια … με το μέλι (Προδρ. IV 402).

[παλαιότ. ουσ. λαλάγγιον (Σχολ., Σούδα) <λαλάγγη (Σούδα) + κατάλ. ‑ιον. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαλαγγίτα η [lalangíta] Ο25α : (λαϊκότρ.) η τηγανίτα.

[μσν. λαλαγγίτα συμφυρ. ελνστ. λαλάγγ(η) = λάγανον (δες στο λαγάνα) + (τηγαν)ίτα]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλαγγίτα η.
  • Είδος τηγανίτας:
    • λαλαγγίτα με το μέλι (Πεντ. Έξ. XVI 31).

[<ουσ. λαλάγγι πιθ. κατά το πίτα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλάς ο.
  • Παιδαγωγός:
    • (Δούκ. 31128).

[<τουρκ. lala, περσ. προέλ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάλημα το [lálima] Ο49 : 1. (για πτηνό) φωνή, κελάηδημα: Tο ~ των πουλιών / του κόκορα. 2. (μτφ., για μουσικό όργανο) ο ήχος, το παίξιμο πνευστού: Tο γλυκό ~ του κλαρίνου.

[αρχ. λάλημα `φλυαρία΄ κατά τη σημ. του λαλώ]

[Λεξικό Κριαρά]
λάλημα το· λάλεμα.
  • 1) Λόγος, ομιλία:
    • αφικριστείτε το λάλημά μου (Πεντ. Γέν. IV 23).
  • 2) Μουσικό όργανο, πνευστό ή έγχορδο:
    • Λαλήματα να παίζουσι, τύμπανα να κτυπούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25412).

[αρχ. ουσ. λάλημα. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλημός ο.
  • Μεγαλόφωνη απαγγελία προσευχής, ψαλμωδία (πβ. λαλώ IΆ20 και Β́2α):
    • τον πικρόν τους λαλημόν … να αλαλάζουν (ενν. τα Τουρκιά) (Θρ. Κύπρ. Μ 389).

[<λαλώ + κατάλ. ‑μός. Πβ. λ. ‑σμός σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλητός, επίθ.
  • Ονομαστός, περίφημος:
    • των θαυμαστών απελατών … των εν ανδρείᾳ λαλητών (Διγ. Gr. 3473).
  • Το ουδ. ως ουσ. = η ικανότητα του λόγου, ομιλία:
    • το λαλητόν της γλώσσης μου (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 185).

[μτγν. επίθ. λαλητός. Το ουδ. ως ουσ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   1... 26 27 [28] 29 30 ...62   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες