Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λατίνο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατινοαμερικάνικος -η -ο [latinoamerikánikos] Ε5 & λατινοαμερικανικός -ή -ό [latinoamerikanikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λατινική Aμερική ή στους Λατινοαμερικανούς, ή προέρχεται από τη λατινική Aμερική· (πρβ. νοτιοαμερικανικός): Λατινοαμερικάνικη μουσική. Λατινοαμερικανική λογοτεχνία.

[λόγ. λατιν(ικός) -ο- + αμερικανικός μτφρδ. αγγλ. latin-american· λατινοαμερικαν(ικός) -ικος για προσαρμ. στη δημοτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατινογενής -ής -ές [latinojenís] Ε10 : που προέρχεται από τους Λατίνους. || (ειδικότ.) που προέρχεται από τη λατινική γλώσσα: Tα γαλλικά / τα ιταλικά είναι λατινογενείς γλώσσες.

[λόγ. Λατίν(ος) -ο- + -γενής]

[Λεξικό Κριαρά]
λατινόκοπος, επίθ.,
βλ. λατινικόκοπος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Λατίνος ο [latínos] Ο18 : 1. αυτός που γεννήθηκε, που κατοικούσε στο αρχαίο Λάτιο και με επέκταση, ο αρχαίος Ρωμαίος. 2. (ως επίθ.) Φράγκος της μεσαιωνικής Ευρώπης κατά την εποχή των σταυροφοριών και με επέκταση, καθολικός: Λατίνοι αυτοκράτορες / πατριάρχες. || Λατίνοι συγγραφείς, πεζογράφοι και ποιητές Ρωμαίοι και με επέκταση, όσοι έγραψαν στα λατινικά κατά το Mεσαίωνα. || ~ εραστής, ο θερμόαιμος (κυρ. για Iταλούς) εραστής.

[λόγ. < ελνστ. Λατῖνος]

[Λεξικό Κριαρά]
Λατίνος ο.
  • 1) Ρωμαίος:
    • ένα ψηλό αουτόρε Λατίνο … ιταλικά να σου τον εσπριμέρω (Στάθ. Γ́ 209).
  • 2) Φράγκος:
    • εάλω η Πόλις παρά των Λατίνων (Δούκ. 3310).
  • 3) Ρωμαιοκαθολικός:
    • Περί χειροτονίας Λατίνων και ημετέρων (Βακτ. αρχιερ. 186· Μαχ. 906).
  • Ως επίθ. = λατινικός:
    • ποσσεντέρω γράμματα volgare και λατίνα (Φορτουν. Δ́ 260).

[μτγν. εθν. Λατίνος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λατινοστολισμένος, μτχ. επίθ.
  • (Προκ. για λόγο) που πλουτίζεται με λατινικά (= ιταλικά):
    • είχε γλώσσα έξοχη, λατινοστολισμένη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46521).

[<επίθ. λατίνος + μτχ. παρκ. του στολίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
λατινοφρονώ.
  • Είμαι λατινόφρων:
    • Ολιγωρούσι … του μακαριστού Λασκαρέως … και φασίν ως ελατινοφρόνει (Θεματογραφία 14).
  • Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = λατινόφρων:
    • περί των αναιρεθέντων αγίων πατέρων … υπό των λατινοφρονούντων (Διήγ. αναιρεθ. 82).

[<επίθ. λατινόφρων. Η λ. στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
λατινόφρων, επίθ.
  • Που ασπάζεται τις δοξασίες της Δυτικής Εκκλησίας:
    • του Μιχαήλ Παλαιολόγου του λατινόφρονος (Byz. Kleinchron. Ά 645).
  • Το ουδ. ως ουσ. = αποδοχή των δοξασιών της Δυτικής Εκκλησίας:
    • (Πανάρ. 6218).

[<ουσ. Λατίνος + ‑φρων. Τ. ‑φρόνος στο Somav. Η λ. στο Steph.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατινόφωνος -η -ο [latinófonos] Ε5 : (για άτομα ή σύνολα) που μιλούσε τη λατινική (ανεξάρτητα από την προέλευση ή την καταγωγή του): Λατινόφωνοι πληθυσμοί. || (ως ουσ.) ο λατινόφωνος. || για τόπο που κατοικούνταν από λατινόφωνους: Λατινόφωνες περιοχές.

[λόγ. λατιν(ικός) -ο- + -φωνος κατά το αρχ. βαρβαρόφωνος `που μιλάει ξένη γλώσσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες