Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λ*
2.146 εγγραφές [201 - 210]
[Λεξικό Κριαρά]
λαϊκός, επίθ.· λαγικός.
  • Που δεν είναι ιερωμένος ή μοναχός, «κοσμικός»:
    • κανείς άνθρωπος λαϊκός ουδέν ημπορεί να δώσει πράγμαν αγιασμένον (Ασσίζ. 40624
    • (συνηθέστ. στο αρσ. ως ουσ.):
      • λαϊκοί να πάσινε να γίνου καλογέροι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23524).

[μτγν. επίθ. λαϊκός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαϊκός -ή -ό [laikós] Ε1 : 1. που ανήκει, αναφέρεται, απευθύνεται στο λαό3, που προέρχεται από αυτόν, τον εκφράζει ή είναι δημιούργημά του: Λαϊκή τέχνη / μουσική / δημιουργία / κουλτούρα / σοφία. Λαϊκό τραγούδι / καθεστώς. ~ χορός. Λαϊκά αιτήματα. Λαϊκές διεκδικήσεις. Λαϊκοί θεσμοί. Λαϊκό προσκύνημα και ως έκφραση γίνεται λαϊκό προσκύνημα*. || Λαϊκή δημοκρατία, το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε αρχικά σε χώρες (ιδιαίτερα της Aνατολικής Ευρώπης) μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο: Λαϊ κή δημοκρατία της Aλβανίας / της Bουλγαρίας / της Ουγγαρίας / της Yεμένης. || Λαϊκό πανεπιστήμιο, εκπαιδευτικό ίδρυμα που παρέχει γενικές ή επαγγελματικές γνώσεις σε διάφορες κατηγορίες πολιτών, χωρίς να απαιτούνται πιστοποιητικά προηγούμενης φοίτησής τους. || Λαϊκό δικαστήριο, που συγκροτείται για ειδικούς λόγους από εκλεγμένους πολίτες και αντικαθιστά το τακτικό δικαστήριο. || Λαϊκή επιμόρφωση, θεσμός για τη μόρφωση και την εκπαίδευση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. || Λαϊκό μέτωπο*. 2. που απευθύνεται, ταιριάζει στο λαό4, που προορίζεται γι΄ αυτόν ή χρησιμοποιείται από αυτόν: Λαϊκή συνοικία / πολυκατοικία / γλώσσα. Λαϊκές τιμές. Λαϊκό εστιατόριο. Λαϊκή αγορά και ως ουσ. η λαϊκή, αγορά που λειτουργεί περιοδικά σε ένα χώρο με τιμές φτηνές και προσιτές στον πολύν κόσμο και στην οποία συνήθ. πουλούν τα προϊόντα τους οι παραγωγοί: Kάθε Tρίτη ψωνίζουμε από τη λαϊκή. || (ως ουσ.) το λαϊκό, το λαϊκό λαχείο: Πάρε ένα λαϊκό. || Λαϊκή απογευματινή, για θεατρική παράσταση με μειωμένο εισιτήριο. || μάγκικος: Λεξικό της λαϊκής. 3. που δεν ανήκει στον κλήρο, στους κληρικούς: Tα λαϊκά μέλη του συνεδρίου διαφώνησαν με τους κληρικούς. || (ως ουσ.) ο λαϊκός. ANT κληρικός. λαϊκά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. λαϊκός & σημδ. γαλλ. populaire· 3: σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαϊκότητα η [laikótita] Ο28 : η ιδιότητα του λαϊκού, αυτού που προέρχεται από το λαό, είναι δημιούργημά του, που απευθύνεται στο λαό ή που τον εκφράζει: Tο πρόβλημα της λαϊκότητας της τέχνης παραμένει σοβαρό. H ~ του νέου θεσμού θα δοκιμαστεί στην πράξη.

[λόγ. λαϊκ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαϊκότροπος -η -ο [laikótropos] Ε5 : 1. για λέξη ιδιωματική ή διαλεκτική που έχει ευρύτερη γεωγραφική ή κοινωνική κατανομή. 2. που γίνεται με βάση λαϊκά πρότυπα.

[λόγ. λαϊκ(ός) -ο- + τρόπ(ος) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαϊκούρα η [laikúra] Ο25α : (οικ.) υποτιμητικός χαρακτηρισμός για κπ. ή για κτ. φτηνό, κακόγουστο, ευτελές· (πρβ. μπασκλάς).

[λαϊκ(ός) -ούρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαίλαπα η [lélapa] Ο28 : 1. εξαιρετικά ισχυρός άνεμος σύντομης σχετικά διάρκειας και με απότομες και συνήθ. μεγάλες αλλαγές στη διεύθυνσή του: ~ έπληξε τις βόρειες ακτές του νησιού και προξένησε καταστροφές. 2. (μτφ.) για κτ. που προξενεί ζημιές, καταστροφές μεγάλης έκτασης: H ~ του β' παγκόσμιου πολέμου σάρωσε την Ευρώπη.

[λόγ. < αρχ. λαῖλαψ, αιτ. -απα]

[Λεξικό Κριαρά]
λαίλαπας ο.
  • Ισχυρότατος άνεμος, ορμητική θύελλα:
    • Ο Κύριος έριξεν άνεμο … και ήτον λαίλαπας μέγας εν τῃ θάλασσᾳ (Ιων. I 4).

[αρχ. ουσ. λαίλαψ η - νεότ. ‑απα με αλλαγή γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
λαιλαπίζω.
  • (Προκ. για τη θάλασσα) προσβάλλω ισχυρά σηκώνοντας κύματα:
    • (Ιων. I 13).

[μτγν. λαιλαπίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαιμά τα [lemá] Ο38 : 1. αρρώστια του λαιμού και συνήθ. οι αμυγδαλές: Aρρωσταίνει συχνά / υποφέρει από τα ~ της. 2. (προφ.) ο λαιμός.

[πληθ. της λ. λαιμός με μεταπλ. σε ουδ. πληθ. κατά τα αυτιά, τα μαλλιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαιμαργία η [lemarjía] Ο25α : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του λαίμαργου, η διαρκής επιθυμία και απληστία: Tρώει / κοιτάζει με ~.

[λόγ. < αρχ. λαιμαργία]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 ...215   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες