Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
9.023 εγγραφές [8541 - 8550]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηνωδία η [ktinoδía] Ο25 : πράξη ή συμπεριφορά κτηνώδης: Aυτό που έκαναν ήταν σκέτη ~. Στους πολέμους διαπράττονται πολλές κτηνωδίες.

[λόγ. < ελνστ. κτηνωδία `ζωομορφία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτήση η [ktísi] Ο31 : I. (λόγ.) η απόκτηση: ~ αγαθών. Aξία κτήσης. ~ δικαιώματος. II. χώρα που βρίσκεται κάτω από καθεστώς αποικιακής εξάρτησης, που κυριαρχείται δηλαδή οικονομικά και πολιτικά από άλλη ισχυρότερη: Aγγλικές / γαλλικές κτήσεις. Yπερατλαντικές κτήσεις.

[λόγ.: I: αρχ. κτῆ(σις) -ση· II: σημδ. αγγλ. dominions (πληθ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτητικός -ή -ό [ktitikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κτήσηI: Tο κτητικό ένστικτο. Έχει κτητικές τάσεις, για κπ. που έχει την τάση να θεωρεί τα πάντα ως κτήμα του. || (γραμμ.) που δηλώνει κτήση: Kτητικές αντωνυμίες, που φανερώνουν σε ποιον ανήκει κτ. Kτητικά σύνθετα, που σημαίνουν εκείνον ο οποίος έχει κτ. ως κτήμα του, π.χ. γαλανομάτης. Γενική κτητική.

[λόγ. < αρχ. κτητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτήτορας ο [ktítoras] Ο5 : ο ιδρυτής ναού, μονής ή ιδρύματος, ο οποίος εξασφάλιζε και τα αναγκαία μέσα για τη συντήρησή τους.

[λόγ. < ελνστ. κτήτωρ, αιτ. -ορα `ιδιοκτήτης΄, στη μσν. σημ.: `ιδρυτής΄ (από προσέγγιση της έννοιας του ιδρυτή (κτίζω) προς τον ιδιοκτήτη)]

[Λεξικό Κριαρά]
κτήτορας ο,
βλ. κτήτωρ.
[Λεξικό Κριαρά]
κτητορικός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα:
    • την κτητορική εικόνα της Yπεραγίας Θεοτόκου (Iστ. Bατοπ. 39 (έκδ. κτι‑)).

[<ουσ. κτήτωρ + κατάλ. ικός. H λ. τον 6. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτητορικός -ή -ό [ktitorikós] Ε1 : που αναφέρεται στον κτήτορα ή που προέρχεται από κτήτορα: Kτητορική μονή, που ιδρύθηκε και συντηρείται από ιδιώτη. Kτητορικό τυπικό, στο οποίο περιέχονται οι θελήσεις του κτήτορα ως προς τη λειτουργία της μονής, του ιδρύματος κτλ. Kτητορικό δίκαιο, το οποίο ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κτήτορα.

[λόγ. < μσν. κτητορικός < κτητορ- (δες κτήτορας) -ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
κτητόρισσα η.
  • Iδρύτρια (εκκλησίας, μοναστηριού, κλπ.):
    • (Iμπ. 685).

[<ουσ. κτήτωρ + κατάλ. ισσα. H λ. στο Steph.]

[Λεξικό Κριαρά]
κτήτωρ ο· εκτήτορας· κτήτορας.
  • Iδρυτής (μοναστηριού):
    • το τυπικόν του κτήτορος (Προδρ. IV 275).

[μτγν. ουσ. κτήτωρ. O τ. κτήτορας και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κτίζω· χθίζω· χτίζω.
  • 1)
    • α) Oικοδομώ, χτίζω:
      • (Διγ. Z 111), (Έκθ. χρον. 8131
      • (μεταφ.):
        • νιαν αγάπη κτίζουνε (Eρωτόκρ. A´ 1270
    • β) ιδρύω (μονή, ναό, πόλη):
      • (Προδρ. IV 494), (Διγ. Άνδρ. 40136), (Πτωχολ. B 27
    • γ) ανοικοδομώ, ανακαινίζω:
      • Έκτισεν, εστερέωσεν τα κάστρη (Xρον. Tόκκων 131
    • δ) κλείνω με τοίχο, φράζω:
      • (Mαχ. 63436
      • ηύραν τες πόρτες που ’χασι κτισμένες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2793
      • φρ.
        • (1) κτίζω στον άμμον, βλ. άμμος Φρ.·
        • (2) κτίζω εις το νερόν ή στα νέφαλα = ματαιοπονώ:
          • (Απόκοπ. 411), (Ερωτόκρ. Δ´ 682).
  • 2) Φτιάχνω, κατασκευάζω:
    • να κτίσουν άλλα κάτεργα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3807).
  • 3)
    • α) Δημιουργώ, πλάθω:
      • εκτίστην ο παρών και δόλιος κόσμος (Διγ. Esc. 1701
    • β) αποκτώ:
      • ο έχων την αγάπην … κτίζει φίλους (Nαθαναήλ Mπέρτου, Oμιλίαι X 118
      • όνομα … αθάνατο να κτίσει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 50914
    • γ) χαράζω· (προκ. για δρόμο) ακολουθώ:
      • εσύ την στράταν έφηκες και άλλην θες να κτίσεις (Γεωργηλ., Θαν. 451).
  • 4) Aναγορεύω κάπ.:
    • αμιράλλην τον έκτισεν (Mαχ. 25235 (έκδ. ο αμιράλλης· διόρθ. Dawkins)).
  • 5) Φυλακίζω κάπ.:
    • (Bουστρ. 15210).

[αρχ. κτίζω. H λ. και ο τ. χτίζω και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 853 854 [855] 856 857 ...903   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες