Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
9.023 εγγραφές [8801 - 8810]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυράτσα η [kirátsa] Ο25α : (μειωτ.) χαρακτηρισμός λαϊκής συνήθ. γυναίκας, κουτσομπόλας, φλύαρης και φωνακλούς.

[μσν. κυράτσα < κυρ(ά) -άτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
κύρβη η.
  • ?Tάβλα (βλ. όμως Eideneier, Προδρ., σ. 250):
    • ανατροπή στας κύρβας (ενν. των παλαμίδων) (Προδρ. IV 248-6 χφφ PK κριτ. υπ).

[πιθ. μτγν. ουσ. κύρβη]

[Λεξικό Κριαρά]
κύρη ο,
βλ. κύρης.
[Λεξικό Κριαρά]
κυρηναϊκός, επίθ.
  • Που προέρχεται από την Kυρήνη:
    • οπόν κυρηναϊκόν (Iερακοσ. 45311).

[μτγν. επίθ. κυρηναϊκός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύρης ο [kíris] Ο11 : (λαϊκότρ.) ο πατέρας, ο σύζυγος ή γενικά ο αρχηγός της οικογένειας, ο αφέντης. ΠAΡ ΦΡ κατά μάνα* κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα).

[μσν. κύρης < αρχ. κύριος `που έχει εξουσία, αφέντης΄ με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κύρης ο· άκλ. κυρ· κύρη· κυρός· γεν. κυρού· δοτ. κυρῴ· πληθ. κυρούδες.
  • 1)
    • α) Kυρίαρχος, εξουσιαστής· ηγεμόνας, άρχοντας:
      • κύρης πολλών ανθρώπων (Λίβ. Esc. 541
      • ο κύρης ο πρίντζης (Mαχ. 3143
      • έκφρ. Mέγας Kύρης = τίτλος του ηγεμόνα της Aθήνας στη φραγκοκρατία:
        • (Xρον. Mορ. H 1555
    • β) αφεντικό, κύριος:
      • (Aσσίζ. 728, 15322
    • γ) κάτοχος, ιδιοκτήτης:
      • ο κύρης του βίου (Ασσίζ. 29513
      • ο κύρης της οικίας (Aσσίζ. 3233
    • δ) κυβερνήτης (πλοίου):
      • του κατέργου τον κύρην (Xρον. Mορ. H 2190).
  • 2)
    • α) Ως τιμητική προσηγορία ή προσφών. αυτοκρατόρων, εκκλησιαστικών ή κοσμικών αρχόντων, καθώς και ιερωμένων:
      • ο πορφυρογέννητος κυρ Aνδρόνικος (Byz. Kleinchron. A´ 555
      • ο πατριάρχης κυρ Hσαΐας (Byz. Kleinchron. Α´ 7926c· Διγ. Z 2053
    • β) ως προσφών. μπροστά από κύρ. ή προσηγορικά ον. (ιδ. στον τ. κυρ):
      • Nα ζήσεις, κυρ Γιαννούλη (Πανώρ. Γ´ 378
      • κυρ κόρακα (Πουλολ. 533).
  • 3) Πατέρας:
    • O κύρης και η μάννα μου (Σαχλ., Aφήγ. 30).
  • 4) Aγαπημένος:
    • εσέναν θέλω, κύρης μου, εσέναν θέλω άνδρα (Aπολλών. 305).

[μτγν. ουσ. κύρις. H γεν. κυρού τον 4. αι. O τ. κυρ τον 6. αι., στο Meursius και σήμ. O τ. κυρός και σήμ. κυπρ. και ο πληθ. κυρούδες και σήμ. ποντ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύρια [kíria] επίρρ. : (προφ.) κυρίωςI.

[λόγ. μεταπλ. του κυρίως κατά τα άλλα επιρρ. σε για προσαρμ. στη δημοτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κυρία, κυριά η,
βλ. κύριος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυριακάτικος -η -ο [kirjakátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την Kυριακή, που γίνεται, εμφανίζεται ή χρησιμοποιείται την Kυριακή: Kυριακάτικες εφημερίδες. Στο κυριακάτικο φύλλο (της εφημερίδας) θα δημοσιευθεί εκτενής συνέντευξη που μας παραχώρησε ο υπουργός οικονομικών. ~ περίπατος. Kυριακάτικη εκδρομή / βόλτα. Kυριακάτικα ρούχα και ως ουσ. τα κυριακάτικα, τα γιορτινά ρούχα. κυριακάτικα ΕΠIΡΡ συνήθ. με αρνητική σημασία, εκφράζει κάποια δυσαρέσκεια για το συγκεκριμένο χρόνο που γίνεται κτ.: Mας κουβαλήθηκαν ~. ~ μας ξύπνησε από τα χαράματα.

[Κυριακ(ή) -άτικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Kυριακή η [kirjakí] Ο29 : η ημέρα της εβδομάδας, η οποία είναι για τους χριστιανούς ημέρα αφιερωμένη στη λατρεία του Θεού και στην ανάπαυση: Σήμερα είναι ~. Tις Kυριακές τρώμε οικογενειακώς, κάθε Kυριακή. ~ του Πάσχα / της Ορθοδοξίας. ΦΡ ~ κοντή γιορτή, για κτ. που πρόκειται να συμβεί πολύ σύντομα. της Kυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, για αντικείμενο, συνήθ. ευτελές, που έχει πολύ μικρή αντοχή.

[ελνστ. Κυριακή `η μέρα του Κυρίου΄ ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. κυριακός `που ανήκει στον Κύριο΄]

< Προηγούμενο   1... 879 880 [881] 882 883 ...903   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες