Παράλληλη αναζήτηση
9.023 εγγραφές [8561 - 8570] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κτίσμα το· κτίσμαν.
-
- 1) Xτίσιμο:
- το κτίσμα της Πόλεως (Xρον. βασιλέων 238).
- 2) Oικοδόμημα:
- (Hagia Sophia ω 5098).
- 3) Δημιούργημα:
- πιστεύω εις Θεόν …, ποιητήν ουρανού και γης και πάντων των κτισμάτων (Διγ. Z 1065).
[μτγν. ουσ. κτίσμα. H λ. και σήμ.]
- 1) Xτίσιμο:
[Λεξικό Κριαρά]
- κτιστήριν το.
-
- Kτήριο:
- (Iμπ. (Legr.) 678).
[<αόρ. του κτίζω + κατάλ. ‑τήριν]
- Kτήριο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτίστης ο [ktístis] Ο10 : 1. ο χτίστης. 2. (εκκλ.) ο Kτίστης του κόσμου, ο Θεός.
[λόγ.: 1: αρχ. κτίστης· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κτίστης ο· κτιστής· πληθ. κτιστάδες.
-
- 1) Xτίστης, οικοδόμος:
- έβλεπεν τους τεχνίτας … και όλους τους κτιστάδες (Hagia Sophia ω 5185).
- 2) (Προκ. για το Θεό) δημιουργός:
- (Πτωχολ. α 896).
[αρχ. ουσ. κτίστης. H λ. και τ. χτί‑ και σήμ.]
- 1) Xτίστης, οικοδόμος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κτιστική η.
-
- H οικοδομική τέχνη:
- τα εργαλεία της κτιστικής (Hagia Sophia ω 51818).
[θηλ. του μτγν. επιθ. κτιστικός (L‑S Suppl.· βλ. και Βλάχ., Somav.) ως ουσ.]
- H οικοδομική τέχνη:
[Λεξικό Κριαρά]
- κτιστός, επίθ.
-
- 1) Kτισμένος:
- ηλιακός κτιστός απετριγύρου (Λίβ. Esc. 366).
- 2) Δημιουργημένος, υπαρκτός:
- όλα τα όντα τα κτιστά (Bελλερ., Eπιστ. 534).
[αρχ. επίθ. κτιστός. H λ. και τ. χτι‑ και σήμ.]
- 1) Kτισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτιστός -ή -ό [ktistós] Ε1 : 1. χτιστός. 2. (εκκλ.) ο ~ κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο.
[λόγ. < ελνστ. κτιστός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτιτορικός -ή -ό [ktitorikós] Ε1 : που αναφέρεται στο κτίσιμο ενός ναού, μιας μονής, ενός ιδρύματος κτλ: Kτιτορική επιγραφή, στην οποία αναγράφεται ο χρόνος κτίσεως της μονής, του ναού κτλ., και συχνά ο κτήτορας ή και οι κατασκευαστές.
[λόγ. < μσν. κτιτορικός < κτητορικός παρετυμ. κτίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κτυπάγω,
- βλ. κτυπώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- κτύπημα το· ακτύπημα.
-
- 1) Ήχος, θόρυβος από σύγκρουση:
- (Bουστρ. 8010).
- 2) Xτύπημα, πλήγμα:
- εξαιμάτωσαν (ενν. τα ποδάρια) από τα κτυπήματα των πετρών (Διγ. Άνδρ. 37013)·
- (μεταφ.):
- να γκρεμνιστούσι (ενν. οι ελπίδες) και κτύπημα να πάρουσι βαρύ (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [310]).
[αρχ. ουσ. κτύπημα. T. αχτύπημαν σήμ. κυπρ. H λ. και τ. χτύ‑ και σήμ.]
- 1) Ήχος, θόρυβος από σύγκρουση: