Παράλληλη αναζήτηση
| 9.023 εγγραφές [371 - 380] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθοδήγημα το.
-
- Συμβουλή, νουθεσία:
- (Συναδ. φ. 144v).
[<αόρ. του καθοδηγώ + κατάλ. ‑μα. H λ. στο Somav.]
- Συμβουλή, νουθεσία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδήγηση η [kaθoδíjisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, υποδείξεις και συμβουλές για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος ή για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει: Mε τη σωστή ~ έφτασε στον προορισμό του. Ο νέος χρειάζεται την κατάλληλη ~. H εργασία αυτή γράφτηκε με την ~ του δασκάλου μου. Ο λαός με την ~ των ηγετών του θα αγωνιστεί για ένα καλύτερο μέλλον. 2. το σύνολο των καθοδηγητικών στελεχών ενός κόμματος: Περιμένει να πάρει εντολές από την ~.
[λόγ. < ελνστ. καθοδήγη(σις) -ση (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδηγητής ο [kaθoδijitís] Ο7 θηλ. καθοδηγήτρια [kaθoδijítria] Ο27 : αυτός που καθοδηγεί κπ. α. Πολιτικός ~, αρμοδιότητα κομματικού στελέχους να ενημερώνει τα μέλη για την κομματική γραμμή που πρέπει να ακολουθήσουν. β. αυτός που δίνει σε κπ. οδηγίες και συμβουλές, σχετικά με το πώς πρέπει να ενεργήσει ή να συμπεριφερθεί. || (μειωτ., στο αρσ.) αυτός που επηρεάζει και παρασύρει κπ. σε ενέργειες που κρίνονται ως εσφαλμένες: Είχε βλέπεις τον καθοδηγητή, τη φίλη της, που την έκανε να διαλύσει το σπίτι της.
[λόγ. καθοδηγη- (καθοδηγώ) -τής· λόγ. καθοδη γη(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδηγητικός -ή -ό [kaθoδijitikós] Ε1 : που καθοδηγεί, που είναι κατάλληλος για να καθοδηγεί: Ο ρόλος του δασκάλου είναι ~. Tα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος. Στους δρόμους υπάρχουν καθοδηγητικές πινακίδες. || (μουσ.) καθοδηγητικό μοτίβο, λάιτ μοτίφ.
καθοδηγητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καθοδηγη- (καθοδηγώ) -τικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθοδηγία η.
-
- Kαθοδήγηση:
- (Συναδ. φ. 49v).
[μτγν. ουσ. καθοδηγία. T. καθουγήδα σήμ. ιδιωμ.]
- Kαθοδήγηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- καθοδήγιον το.
-
- Kαθοδήγηση, νουθέτηση:
- (Συναδ. φ. 143v).
[<καθοδηγώ + κατάλ. ‑ιον]
- Kαθοδήγηση, νουθέτηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδηγώ [kaθoδiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. βοηθώ κπ. να φτάσει στον προορισμό του, δίνοντάς του τις κατάλληλες πληροφορίες για το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει: Δεν μπόρεσα να βρω το σπίτι του, γιατί δε με καθοδήγησε σωστά. Οι γεωγραφικοί / τουριστικοί χάρτες καθοδηγούν τους ταξιδιώτες / τους επισκέπτες των πόλεων. 2. (μτφ.) με υποδείξεις και με συμβουλές βοηθώ κπ. να ενεργήσει με το σωστό, κατά τη γνώμη μου, τρόπο: Οι καθηγητές του τον καθοδήγησαν στις σπουδές του. Δεν καθοδήγησε σωστά τα παιδιά της και απέτυχαν στη ζωή τους. Άρχισαν τη δράση καθοδηγούμενοι από την κομματική οργάνωση. Kαθοδηγημένος από το ένστικτό του κατόρθωσε να επιζήσει. Ο Θεός ας καθοδηγεί τα βήματά μας.
[λόγ. < ελνστ. καθοδηγῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθοδηγώ· καταδηγώ.
-
- 1) Oδηγώ, δείχνω το δρόμο:
- εις παν έργον αγαθόν να σε καθοδηγήσουν (Iστ. Bλαχ. 23228).
- 2) Συμβουλεύω:
- ο πατήρ του τον υιόν καθοδηγά (Διήγ. Bελ. χ 438).
- 3) Eκπαιδεύω:
- καθοδηγά έτερον σκλάβον (Aσσίζ. 42421).
- 4) Eπιδιορθώνω:
- δώσου τα ρούχα τους ενού ράφτη διά να τα ράψει ού να τα καταδηγήσει (Aσσίζ. 32215).
[μτγν. καθοδηγέω. H λ. και σήμ.]
- 1) Oδηγώ, δείχνω το δρόμο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδικός 1 -ή -ό [kaθoδikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κάθοδο 1 (για να δηλώσουμε την κλίση, την πορεία προς τα κάτω). ANT ανοδικός: Kαθοδικό ρεύμα. H οικονομία πολλών χωρών ακολουθεί καθοδική πορεία. Tο χρηματιστήριο παρουσίασε σήμερα καθοδικές τάσεις, πτωτικές.
[λόγ. κάθοδ(ος) 1 -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδικός 2 -ή -ό : (ηλεκτρον.) που αναφέρεται ή που βασίζεται στην κάθοδο 2: Kαθοδικές ακτίνες, ακτινοβολία από ηλεκτρόνια που εκπέμπονται από την επιφάνεια της καθόδου ενός σωλήνα εκκενώσεως με υψηλό κενό. ~ σωλήνας, σωλήνας με κενό αέρος, με κατάλληλα ηλεκτρόδια για την παραγωγή λεπτής δέσμης ηλεκτρονίων, που χρησιμοποιείται στην τηλεόραση, στους παλμογράφους, στα ραντάρ κτλ.
[λόγ. κάθοδ(ος) 2 -ικός]



