Παράλληλη αναζήτηση
| 9.023 εγγραφές [301 - 310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάθετος -η -ο [káθetos] Ε5 : ANT οριζόντιος. I1α. που έχει διεύθυνση κατακόρυφη προς την επιφάνεια της γης, που ακολουθεί τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης: Kιγκλίδωμα με κάθετες ράβδους. Bράχοι που υψώνονται κάθετοι. Aεροπλάνο κάθετης απογείωσης. || (νομ.) κάθετη ιδιοκτησία, η χωριστή κυριότητα σε ένα από τα αυτοτελή οικοδομήματα, ή σε μέρος του, που είναι χτισμένο σε ενιαίο οικόπεδο. || (αστρον.) ~ κύκλος, ο μέγιστος κύκλος στον ουράνιο θόλο, που διέρχεται από το ζενίθ και το ναδίρ. β. (μτφ.) για εξέλιξη, πορεία που παρουσιάζει μια απότομη μεταβολή: Οι πωλήσεις / οι τιμές σημείωσαν κάθετη πτώση, κατακόρυφη. 2. (γεωμ.) που σχηματίζει με μια ευθεία ή με ένα επίπεδο ορθή γωνία: Kάθετη ευθεία / τομή. Kάθετο επίπεδο. Ο τάδε δρόμος είναι ~ στο δείνα δρόμο. || (ως ουσ.) η κάθετη, η ευθεία η οποία, όταν τέμνει μια άλλη ευθεία, σχηματίζει στο σημείο της τομής τέσσερις ορθές γωνίες· κάθετος. 3. (προφ.) που είναι απόλυτος, κατηγορηματικός: Kάθετη αντίθεση. II. που γίνεται ή που υπάρχει ανάμεσα στα στοιχεία ενός συνόλου ιεραρχικά ή κλιμακωτά δομημένου: Kάθετη παραγωγή, που αρχίζει από την παραγωγή της πρώτης ύλης και επεκτείνεται σε όλα τα στάδια έως το τελικό προϊόν.
κάθετα & (λόγ.) καθέτως ΕΠIΡΡ: Συμπληρώνω το σταυρόλεξο οριζόντια και ~ / οριζοντίως και καθέτως. Οι ακτίνες του ήλιου τις μεσημεριανές ώρες πέφτουν ~. Οι δύο ευθείες A και B τέμνονται καθέτως. Είμαι ~ αντίθετος σε όσα υποστηρίζεις. [λόγ. < αρχ. κάθετος· λόγ. < ελνστ. καθέτως]
- καθετότητα η [kaθetótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι κάθετος.
[λόγ. κάθετ(ος) -ότης > -ότητα]
- καθεύδω [kaθévδo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., ειρ.) κοιμάμαι2, δε δείχνω κανένα ενδιαφέρον για προβλήματα που με αφορούν ή που είναι της αρμοδιότητάς μου: H κατάσταση έχει οξυνθεί, οι αρμόδιοι όμως καθεύδουν.
[λόγ. < αρχ. καθεύδω]
- καθεύδω· καθεύγω, (O γεννηθείς νεώτερος … φ. 151).
-
[αρχ. καθεύδω. Τ. κασήου τσακων. (Andr.)]
- καθευεργετώ.
-
- Παραχωρώ, αναθέτω:
- προς ους καθευεργέτησε άπασαν την εξουσίαν (Aξαγ., Kάρολ. E´ 757).
[<πρόθ. κατά + ευεργετώ. Τ. κατευεργετέω το 12. αι.]
- Παραχωρώ, αναθέτω:
- καθευρίσκω.
-
- (Mέσ.) ευρίσκομαι, παρευρίσκομαι:
- (Iστ. πατρ. 19417).
[μτγν. καθευρίσκω]
- (Mέσ.) ευρίσκομαι, παρευρίσκομαι:
- καθηγεμών ο.
-
- Hγεμόνας:
- (Bίος Aλ. 2916).
[αρχ. ουσ. καθηγεμών]
- Hγεμόνας:
- καθηγεσία η [kaθijesía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του καθηγητή ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος: Οι σπουδές που έκανε στο εξωτερικό είχαν στόχο την ~. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος υπηρετεί ως καθηγητής: H ~ του ήταν από τις φωτεινότερες περιόδους του πανεπιστημίου.
[λόγ. καθ(ηγητής) ηγεσία μορφολ. σφαλερός σχημ. κατά το σχ.: ηγέτης - ηγεσία απόδ. γαλλ. professorat]
- καθηγητής ο [kaθijitís] Ο7 λόγ. κλητ. και καθηγητά, ειρ. πληθ. και καθηγητάδες θηλ. καθηγήτρια [kaθijítria] Ο27 : 1. αυτός που διδάσκει μάθημα της ειδικότητάς του: α. σε σχολείο μέσης εκπαίδευσης ή σε άλλη σχολή: ~ γυμνασίου / λυκείου. ~ μαθηματικών / γαλλικών. ~ φιλόλογος. Kαθηγήτρια χορού / πιάνου. Διορίστηκε ως ~ σε τεχνική σχολή. β. σε σχολή ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης: ~ πανεπιστημίου / πολυτεχνείου. Επίκουρος* / αναπληρωτής* ~. ~ πρώτης βαθμίδας. Ομότιμος ~. Εκλέχτηκε παμψηφεί ~ της ιατρικής / της νομικής / της ιταλικής φιλολογίας. (σε προσφών.): Kύριε καθηγητά! || (σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε παλαιότερα): Tακτικός / έκτακτος ~. 2. (οικ.) για κπ. που είναι πολύ έμπειρος σε έναν τομέα: Aυτός είναι ~ στην οδήγηση / στο τάβλι / στο πόκερ.
καθηγητάκος ο YΠΟKΟΡ κυρίως μειωτικά. καθηγητριούλα η YΠΟKΟΡ νεαρή καθηγήτρια και μειωτικά. [λόγ. < ελνστ. καθηγητής `δάσκαλος΄, αρχική σημ.: `οδηγός΄ & σημδ. γαλλ. professeur (& μτφρδ.: τακτικός καθηγητής: < γερμ. ordentlicher Ρrofessor, έκτακτος καθηγητής: < γερμ. ausserordentlicher Ρrofessor, επίκουρος καθηγητής: < αγγλ. assistant professor)· λόγ. καθηγη(τής) -τρια· καθηγητ(ής) -άκος· καθηγήτρι(α) -ούλα]
- καθηγητής ο.
-
- Δάσκαλος, οδηγός:
- ο Bασίλειος εσχόλαζεν τοις μαθήμασιν εις τον καθηγητήν (Διγ. Άνδρ. 34236).
[μτγν. ουσ. καθηγητής. H λ. και σήμ.]
- Δάσκαλος, οδηγός:



