Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κοράνι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
Κοράνιν το· άκλ. Κοράν· αιτιατ. Κόραν (τον — το).
  • Το Κοράνιο:
    • (Ασσίζ. 23514).

[<αραβ. Κ̣or᾿ān. Τ. Κουράνιον τον 8. ή 9. αι. Τ. ι και ιο σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Kοράνιο το [koránio] Ο40 & Kοράνι το [koráni] Ο44 : το ιερό βιβλίο των μωαμεθανών, η ιερή πηγή της μωαμεθανικής θεολογίας και δικαιοσύνης.

[Κοράνι: μσν. κοράνι(ν) < αραβ. qur΄ān με επίδρ. του γαλλ. coran ή του ιταλ. corano (πρβ. μσν. κουράν)· Κοράνιο: λόγ. επίδρ. στο Κοράνι (πρβ. μσν. Κουράνιον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες