Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Κοράνιν το· άκλ. Κοράν· αιτιατ. Κόραν (τον — το).
-
- Το Κοράνιο:
- (Ασσίζ. 23514).
[<αραβ. Κ̣or᾿ān. Τ. Κουράνιον τον 8. ή 9. αι. Τ. ‑ι και ‑ιο σήμ.]
- Το Κοράνιο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]



