Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κον
282 εγγραφές [41 - 50]
[Λεξικό Κριαρά]
κονιδιάρης, επίθ.
  • Γεμάτος κόνιδες, ψειριάρης:
    • χοίρου … του κονιδιάρη (Διήγ. παιδ. 462).

[<ουσ. κόνιδα + κατάλ. ιάρης. Η λ. στο Somav. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονικλοτροφείο το [koniklotrofío] Ο39 : χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις για την εκτροφή και την αναπαραγωγή κουνελιών.

[λόγ. < ελνστ. κύνικλος, σπάν. κόνικλ(ος) `κουνέλι΄ (< λατ. cuniculus) -ο- + -τροφείον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονικλοτροφία η [koniklotrofía] Ο25 : κλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με τα κουνέλια, δηλαδή με τη συστηματική και επιστημονική μελέτη και εφαρμογή μεθόδων αναπαραγωγής, συντήρησης και εκμετάλλευσης των κουνελιών.

[λόγ. κόνικλ(ος δες στο κονικλοτροφείο) -ο- + -τροφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονιορτοποίηση η [koniortopíisi] Ο33 : 1. η μετατροπή ενός στερεού σώματος σε λεπτότατους κόκκους: H ~ των πετρωμάτων. 2. (μτφ.) ο εκμηδενισμός του αντιπάλου σε επίπεδο επιχειρημάτων.

[λόγ. κονιορτοποιη- (κονιορτοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονιορτοποιώ [koniortopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. για στερεό σώμα το οποίο μετατρέπεται σε λεπτότατους κόκκους. 2. (μτφ.) εκμηδενίζω κπ., κυρίως σε επίπεδο επιχειρημάτων.

[λόγ. κονιορτ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. pulvériser]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονιορτός ο [koniortós] Ο17 : (λόγ.) η σκόνη, κυρίως όταν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα που τη σηκώνει ο αέρας.

[λόγ. < αρχ. κονιορτός]

[Λεξικό Κριαρά]
κονιορτός ο· κονιορκτός· κορνιακτός· κορνιαρκτός· κορνιαχτός· κουρνιαχτός.
  • 1) Σκόνη, σύννεφο σκόνης:
    • βλέποντας … ωσάν σύννεφα τον κορνιακτόν των εγκρεμνισμένων σπιτίων (Ιερόθ. Αββ. 331).
  • 2) Σκόνη, τρίμμα, ρίνισμα:
    • κονιορτόν από φακής … τρίψον (Ορνεοσ. αγρ. 5219‑10
    • κονιορτόν σιδήρου τον αποπίπτοντα του άκμονος (Ορνεοσ. αγρ. 53612).

[αρχ. ουσ. κονιορτός. Ο τ. κορνιακτός στο Meursius. Οι τ. κορνιαχτός και κουρνιαχτός και σήμ. H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κονιορτούμαι· κορνιακτούμαι.
  • Σκονίζομαι:
    • την σέλαν εσκέπαζε να μη κονιορτούται (Διγ. Gr. 1189).

[αρχ. κονιορτόω. Για τον τ. πβ. κορνιακτίζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόνισμα το [kónizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) εικόνισμα.

[μσν. κόνισμα < εικόνισμα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονίστρα η [konístra] Ο25 : 1. το τμήμα της παλαίστρας στο οποίο αγωνίζονταν οι αθλητές κατά την αρχαιότητα. 2. πεδίο πνευματικών, κοινωνικών ή πολιτικών αγώνων· στίβος.

[λόγ. < ελνστ. κονίστρα, αρχ. σημ.: `χώρος με σκόνη όπως αυτός που μπορούν να κυλιστούν τα πουλιά΄]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...29   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες