Παράλληλη αναζήτηση
| 223 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιοφτές ο [koftés] Ο13 : (λαϊκότρ.) κεφτές.
[< κεφτές με τροπή [e > o] από επίδρ. του χειλ. [f] ]
- κιπίνιον το,
- βλ. καπίνι.
- κιρκέλλιν το,
- βλ. κρικέλλιον.
- κιρκινέζι το [kirkinézi] Ο44 : είδος αρπακτικού πουλιού, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το γεράκι.
[τουρκ. kerkenez -ι ( [e > i] ;)]
- κιρμιζένιος, επίθ.· κρεμισένιος· χριμιζένιος.
-
- Φτιαγμένος από κόκκινο δέρμα ή ύφασμα, κόκκινος:
- ποδήματα χριμιζένια (Σπανός B 107· A 435).
[<επίθ. κιρμιζής + κατάλ. ‑ένιος. Τ. κρεμε‑ στο Somav.]
- Φτιαγμένος από κόκκινο δέρμα ή ύφασμα, κόκκινος:
- κιρμιζής, επίθ.· κερμεζής· χρεμεζής· ουδ. γαρμιζί, (Ch. pop. 299)· κριμίζιν· χριμιζίν.
-
- Κόκκινος, ερυθρός:
- καβάδιν χρεμεζήν χαμουχάν (Σφρ., Χρον. 581).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Κόκκινη βαφή:
- εντελημπροστέληνα … βαμμένα με το χριμιζίν (Διήγ. παιδ. 761 (εντελιμπροστέλινα Κριαράς)).
- 2) Κόκκινο ύφασμα:
- έτερος δε ελθών … συντροφεύσας μετ’ αυτών εις κριμίζιν (Rechenb. 94 (έκδ. κρεμέζιν· διόρθ. Κριαρ.)).
- 1) Κόκκινη βαφή:
[<τουρκ. kιrmιzι· πβ. ιταλ. chermisi, cremisi, κ.ά. (DEI). Το ουδ. κριμίζιν στο Du Cange. Τ. κιρμιζί και κριμιζί σήμ. κρητ. Τ. κρεμεζί στο Somav. και σήμ.]
- Κόκκινος, ερυθρός:
- κιρμπάτσι το· κουρπάτσι.
-
- Mαστίγιο:
- να κάμει ένα κουρπάτσι από σκοινία (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Iω. β´ 15).
[<τουρκ. kιrbaç. T. κουρμπάτσι (Somav., ‑τζι, λ. ‑τζο) κ.ά., καθώς και η λ., σήμ. ιδιωμ.]
- Mαστίγιο:
- κίρρωση η [kírosi] Ο33 : (ιατρ.) πολύ σοβαρή νόσος του ήπατος, η οποία συνήθ. καταλήγει σε θάνατο.
[λόγ. < γαλλ. cirrhose < αρχ. κιρρ(ός) `κιτρινωπός΄ -ose = -ωσις > -ωση]
- κιρρωτικός -ή -ό [kirotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κίρρωση, που χαρακτηρίζει την κίρρωση. || (ως ουσ.) ο κιρρωτικός, αυτός που πάσχει από κίρρωση του ήπατος.
[λόγ. < διεθ. cirrho(sis) = κίρρω(σις) -tic = -τικός αναλ. προς το neurotic (neurosis) = νευρωτικός (νεύρωσις)]
- κιρσός ο [kirsós] Ο17 : μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας: Έχει κιρσούς στα πόδια.
[λόγ. < αρχ. κιρσός]



