Παράλληλη αναζήτηση
| 470 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καράτι το [karáti] Ο44 λόγ. γεν. πληθ. και καρατίων : 1. μονάδα βάρους με την οποία μετρούν, σε ένα κράμα χρυσού, την περιεκτικότητα σε καθαρό χρυσό: Xρυσός είκοσι τεσσάρων καρατίων είναι καθαρός χρυσός. Δαχτυλίδι 24 / 18 / 14 καρατίων. Πόσων καρατιών / πόσα καράτια είναι αυτό το βραχιόλι; 2. μονάδα βάρους για πολύτιμους λίθους και για μαργαριτάρια, που είναι ίση με το ένα πέμπτο του γραμμαρίου· μετρικό καράτι: Aυτό το διαμάντι είναι τρία καράτια / τριών καρατίων.
[αντδ. < ιταλ. carat(o) -ι < μσνλατ. caratus < αραβ. qīrāt `1/24 του dinar΄ < ελνστ. κεράτιον `κουκούτσι χαρουπιού που χρησιμοποιόταν ως μέτρο βάρους΄ (πρβ. ξυλοκέρατο)]
- καράτο το.
-
- 1) Συμμετοχή σε εταιρεία:
- Ένα καράτο ήσανε όλα εις τ’ όνομά του (Βεντράμ., Φιλ. 375).
- 2) Τμήμα περιοχής, γης, φέουδου, κτλ.:
- (Βαρούχ. 36411).
[<παλαιότ. ιταλ. carato]
- 1) Συμμετοχή σε εταιρεία:
- καρατόμηση η [karatómisi] Ο33 : 1. (λόγ.) η ενέργεια του καρατομώ· αποκεφαλισμός: H ~ του Λουδοβίκου IΣT'. 2. (μτφ.) βίαιη ή παράνομη απομάκρυνση μιας ηγεσίας· αποκεφαλισμός.
[λόγ. < μσν. καρατόμησις < καρατομη- (καρατομώ) -σις > -ση]
- καρατομώ [karatomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (λόγ.) αποχωρίζω το κεφάλι από το σώμα κόβοντας το λαιμό, κυρίως στη λαιμητόμο, σε εκτέλεση θανατικής καταδίκης· αποκεφαλίζω1β: Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης καρατομήθηκαν πολλοί ευγενείς. 2. (μτφ.) απομακρύνω βίαια ή παράνομα την ηγεσία ενός συλλογικού οργάνου· αποκεφαλίζω.
[λόγ. < αρχ. καρατομῶ]
- καράφα η [karáfa] Ο25 : γυάλινο επιτραπέζιο δοχείο, με σώμα σχεδόν σφαιρικό και με λαιμό μακρύ και στενό που καταλήγει σε πλατύ στόμιο: Kρυστάλλινη ~ για νερό. || το περιεχόμενο της καράφας: Ήπιαν μια ~ κρασί.
καραφάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ ούζο / κρασί. [ιταλ. caraffa (από τα αραβ.)]
- καράφλα η [karáfla] Ο25 : (ειρ., προφ.) φαλάκρα.
[ελνστ. φαλάκρα με αντιμετάθ. κατά το φαλακρός > καραφλός]
- καράφλας ο [karáflas] Ο3 : (ειρ., μειωτ.) χαρακτηρισμός φαλακρού ανθρώπου· φαλάκρας.
[καράφλ(α) -ας]
- καραφλιάζω [karaflázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) δοκιμάζω μεγάλη έκπληξη.
[καράφλ(α) -ιάζω]
- καραφλός -ή -ό [karaflós] Ε1 : (ειρ., προφ.) φαλακρός.
[μσν. φαρακλός με αντιμετάθ. [f-k > k-f] < αρχ. φαλακρός με αντιμετάθ. [l-r > r-l] ]
- καρβάνι το· καραβάνι.
-
- Ομάδα εμπόρων οδοιπόρων ή προσκυνητών με καμήλες και υποζύγια:
- καρβάνι Ισμαελίμ (Πεντ. Γέν. XXXVII 25)·
- τα καραβάνια με τες καμήλες (Μηλ., Οδοιπ. 635).
[<τουρκ. kârvan. Ο τ. και σήμ. Τ. ‑ιον το 10. αι. (Meursius, Soph.)]
- Ομάδα εμπόρων οδοιπόρων ή προσκυνητών με καμήλες και υποζύγια:



