Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Καρ
470 εγγραφές [111 - 120]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάρβουνο το [kárvuno] Ο41 : 1. στερεό καύσιμο που περιέχει άνθρακα σε μεγάλη ποσότητα και που: α. εξορύσσεται από τη γη· γαιάνθρακας, πετροκάρβουνο: Tα παλιά τρένα κινούνταν με ~. Ρίχνω ~ στη μηχανή. β. (συνήθ. πληθ.) παρασκευάζεται με αργή και ατελή καύση του ξύλου· ξυλοκάρβουνο: Kρέας (ψημένο) στα κάρβουνα. Tα μάτια του είναι κατάμαυρα σαν ~. (έκφρ.) κάποιος / κτ. γίνεται ~, καίγεται από τη φωτιά: Άνθρωποι και ζώα έγιναν ~. Ξέχασε το φαγητό στο φούρνο και έγινε ~. ΦΡ κάθομαι σ΄ αναμμένα κάρβουνα, ανυπομονώ ή ανησυχώ για την εξέλιξη μιας κατάστασης· ΣYN ΦΡ κάθομαι στ΄ αγκάθια. εδώ σε θέλω κάβουρα* να περπατάς στα κάρβουνα. πού πας ξυπόλυτος* στ΄ αγκάθια / στα κάρβουνα; (λαϊκ.) να καούν τα κάρβουνα!, αναφώνηση κάποιου που βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού. 2. (ζωγρ.) α. είδος μολυβιού από ειδικό κάρβουνο, που χρησιμοποιείται για σχέδιο σε χοντρό χαρτί: Πορτρέτο σε ~. β. σχέδιο που έγινε με το παραπάνω μολύβι: Ο ζωγράφος εκθέτει έργα του, ~ και λάδι. καρβουνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κάρβουνο ειδικό για το κάψιμο του λιβανιού. 2. εξάρτημα ηλεκτρικής μηχανής, από γραφί τη, που μεταφέρει το ρεύμα από ένα τμήμα σε άλλο: Aλλάζω τα καρβου νάκια του αυτοκινήτου. 3. φαρμακευτικό παρασκεύασμα με βάση τον άνθρακα.

[μσν. κάρβουνο(ν) < κάρβων `ξυλοκάρβουνο΄ -ον μεταπλ. σε ουδ. με βάση τη γεν. κάρβωνος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ) < λατ. carbo]

[Λεξικό Κριαρά]
κάρβουνο(ν) το· κάρβωνον.
  • 1) Άνθρακας:
    • να βάλει ξύλα στη φωτιά, κάρβουνα στο καμίνι (Ερωτόκρ. Α´ 1804).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) πόθος, πάθος:
      • (Πανώρ. Πρόλ. 66
      • τα πολλά κάρβουνα τα αφτούμενα των αμαρτιών μας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397
    • β) έγνοια, βάσανο:
      • το κάρβουνό μου στην καρδιά πάντα σου θέλει βράζει (Ερωτόκρ. Γ´ 1244
    • γ) φρ. με καίνε κάρβουνα = βασανίζομαι ψυχικά, υποφέρω:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40513).

[<ουσ. κάρβων (6. αι., L‑S). Η λ. (ον) στο Meursius και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρβουνόσκονη η [karvunóskoni] Ο32 : σκόνη από κάρβουνα.

[κάρβουν(ο) -ο- + σκόνη]

[Λεξικό Κριαρά]
καρβουνουστιά η,
βλ. καρβουνιστιά.
[Λεξικό Κριαρά]
καρβώνιν το,
βλ. καρβούνιν.
[Λεξικό Κριαρά]
κάρβωνον το,
βλ. κάρβουνο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάργα [kárγa] επίρρ. : (οικ.) 1. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι εντελώς και υπερβολικά γεμάτο· φίσκα, τίγκα: Γέμισα ~ τη βαλίτσα. Έσερνε ένα κάρο ~ φορτωμένο. || κτ. είναι ~, είναι γεμάτο, ξέχειλο: Tο λεωφορείο / ο τενεκές είναι ~. (έκφρ.) είμαι ~, έφαγα υπερβολικά. (πειραχτικά) είναι ~ ερωτευμένος, πάρα πολύ. 2α. πολύ σφιχτά: Tο έδεσε ~ το σκοινί. β. για κτ. πολύ τεντωμένο: Tα πανιά του πλοίου ήταν ~ φουσκωμένα. || (ναυτ.) ~ τα κουπιά, πρόσταγμα για πολύ γρήγορη κωπηλασία.

[βεν. carga `φορτίο, γεμάτο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάργα η [kárγa] & κάργια η [kárja] Ο25α : 1. πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια· καλιακούδα. 2. (μτφ., υβρ.) για γυναίκα άσκημη και κακιά: Φύγε από δω μωρή κάργια.

[μσν. κάργα < τουρκ. karga· μεταπλ. [ja] με βάση τον πληθ. κάργες και νέος εν. κάργια]

[Λεξικό Κριαρά]
κάργα (I) η.
  • Είδος κουρούνας, κάργα:
    • (Διγ. O 2822
    • φρ. βοώ την κάργαν = κομπορρημονώ:
      • (Θεολ., Τζίρ. 35614).

[<τουρκ. karga. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κάργα (II) η.
  • Γέμιση όπλου:
    • αντίς για κάργες βάνουσι τ’ αρνίθια και κρεμνούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42511).

[<βεν. carga]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες