Παράλληλη αναζήτηση
| 470 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρβουνιά η.
-
- Aναμμένα κάρβουνα:
- ψάρι οπού εκείτετον απάνου εις την καρβουνιάν (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Iω. κα´ 9).
[<ουσ. κάρβουνο + κατάλ. ‑ιά. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Aναμμένα κάρβουνα:
- καρβουνιάζω [karvunázo] & καρβουνίζω [karvunízo] Ρ2.1α μππ. καρβουνιασμένος και καρβουνισμένος : 1. καίω κτ. εντελώς και το κάνω κάρβουνο ή σαν κάρβουνο: Στον τόπο της πυρκαγιάς βρέθηκαν μόνο καρβουνιασμένα πτώματα. || ψήνω κτ. υπερβολικά και το καίω: Tο καρβούνιασε το ψωμί στο ψήσιμο. 2. μουντζουρώνω, λερώνω με κάρβουνο: Kαρβουνισμένοι τοίχοι.
[κάρβουν(ο) -ιάζω· μσν. καρβωνίζω < καρβων- (δες στο κάρβουνο) -ίζω ( [o > u] κατά το κάρβουνο)]
- καρβουνιάρης ο [karvunáris] Ο11 θηλ. καρβουνιάρισσα [karvunárisa] Ο27 : (οικ.) 1α. επαγγελματίας που φτιάχνει κάρβουνα από ξύλα ή που πουλάει κάρβουνα: Mαύρος / βρόμικος σαν ~. || (θηλ.) και για τη γυναίκα του καρβουνιάρη. β. θερμαστής. 2. τρένο που κινούνταν με κάρβουνο. || (ειρ.) αργοκίνητο τρένο που κινείται με ατμομηχανή.
[μσν. καρβουνιάρης < κάρβουν(ο) -ιάρης· καρβουνιάρ(ης) -ισσα]
- καρβουνιάρης ο,
- βλ. καρβουνάρης.
- καρβουνιάρικο το [karvunáriko] Ο41 : 1. (οικ.) μαγαζί που πουλάει κάρβουνα· καρβουνάδικο. 2. (ναυτ.) φορτηγό πλοίο κατάλληλο για να μεταφέρει κάρβουνα.
[καρβουνιάρ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]
- καρβούνιασμα το [karvúnazma] & καρβούνισμα το [karvúnizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καρβουνιάζω.
[καρβουνιασ- (καρβουνιάζω), καρβουνισ- (καρβουνίζω) -μα]
- καρβουνίδι το [karvuníδi] Ο44 : (οικ.) σκόνη από κάρβουνο. || (τεχν.) σκουριά από κάρβουνο που χρησιμοποιείται ως θερμομονωτικό υλικό.
[κάρβουν(ο) -ίδι]
- καρβούνιν το· καρβούνι· καρβώνιν.
-
- 1) Κάρβουνο, άνθρακας:
- ου θέλω ξύλον καύσιμον, ου θέλω και καρβούνιν (Πρόδρ. II 30).
- 2) (Mεταφ.) ψυχικός πόνος, θλίψη, βάσανο:
- καρβούνιν έχε … να καίει τα σωθικά σου (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1658).
[<ουσ. κάρβουνο(ν) + κατάλ. ‑ιν. Ο τ. ‑ι και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. καρβώνιν <ουσ. καρβώνιον (9. αι., Lampe) <κάρβωνον·απ. και σήμ. ποντ. Η λ. πριν από το 12. αι.]
- 1) Κάρβουνο, άνθρακας:
- καρβουνιστιά η· καρβουνουστιά.
-
- 1) Ανθρακιά:
- (Αποκ. Θεοτ. 136).
- 2) (Mεταφ.) φλόγα πυρετού, πυρετός:
- Καημένοι πείνας και φαγωμένοι καρβουνουστιάς (Πεντ. Δευτ. XXXII 24 (έκδ. καρβούνου στιας)).
- 3) (Μεταφ.) θλίψη, έγνοια, βάσανο:
- Καρβουνιστιά έχω στην καρδιά, νερό θε να τη σβήσω (Ερωτόκρ. Γ´ 521).
[<ουσ. κάρβουνο + ιστιά. Τ. καρβουνο‑ στο Somav. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1) Ανθρακιά:
- καρβουνίτσιν το.
-
- Κάρβουνο (θωπευτ.):
- (Προδρ. II 30 χφ H κριτ. υπ).
[<ουσ. κάρβουνο(ν) + κατάλ. ‑ίτσιν]
- Κάρβουνο (θωπευτ.):



