Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κάσελ
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασέλα η [kaséla] Ο25 : μεγάλο, μακρόστενο και βαθύ ξύλινο συνήθ. κιβώτιο, με κάλυμμα στερεωμένο με μεντεσέδες, που το χρησιμοποιούσαν για να φυλάγουν ρούχα, σεντόνια, κουβέρτες κτλ.: Οι κασέλες ήταν γεμάτες με τα προικιά της. κασελάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρή κασέλα. 2. μικρό ξύλινο κιβώτιο ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιούν οι πλανόδιοι στιλβωτές παπουτσιών, οι λούστροι.

[βεν. cassela]

[Λεξικό Κριαρά]
κασέλα η.
  • 1) Κιβώτιο, σεντούκι:
    • τσι κασέλες τως τσι καρυδένιες (Λεηλ. Παροικ. 535).
  • 2) Κάσα νεκρού:
    • (Ριμ. Απολλων. [918]).

[<βεν. cassela. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κασελέτα η.
  • Mικρή κασέλα:
    • το μπουλετί είναι στην κασελέτα μου (Διαθ. 17. αι. 7120).

[<βεν. casseleta. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασελιάζω [kaselázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) τοποθετώ κτ. μέσα σε κασέλα και ειδικότερα, συσκευάζω εμπόρευμα μέσα σε κάσες ή σε κιβώτια.

[κασέλ(α) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κασελιάζω.
  • Βάζω σε κασέλα:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 54613).

[<ουσ. κασέλα + κατάλ. ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κασελοπούλα η.
  • Mικρή κασέλα:
    • (Pιμ. Aπολλων. [1351]).

[<ουσ. κασέλα + κατάλ. πούλα. H λ. στο Meursius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες