Παράλληλη αναζήτηση
| 21 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρίν το.
-
- 1) Φορτηγό αμάξι, κάρο:
- εκουβαλούσαν τες πέτρες με αμαξία και καρία και άλογα (Μαχ. 59028).
- 2) (Πιθ.) κάρο όπου γινόταν διαπόμπευση και βασανισμός κρατουμένου (πβ. DEI, carro5· διαφορετικά Σάθ., ΜΒ Β´ 611):
- εβάλεν τους ο βισκούντης εις το καρίν … κι εποίκαν τους πολλά μαρτύρια (Βουστρ. 3211).
[<βεν. carin (πβ. ιταλ. carrino) ή προβ. carri (Avril)· πβ. και παλαιότ. ουσ. καρρίον <κάρρον (βλ. L‑S)]
- 1) Φορτηγό αμάξι, κάρο:
- καρίνα η [karína] & καρένα η [karéna] Ο25 : το κατώτερο τμήμα του σκελετού του πλοίου, που εκτείνεται από την πλώρη έως την πρύμνη και που σχηματίζεται από ένα ή από περισσότερα ξύλινα ή σιδερένια δοκάρια· τρόπιδα.
[ελνστ. καρῖνα ίσως αντδ. < λατ. carina `καρυδότσουφλο, καρίνα΄ < αρχ. κάρυον· ιταλ. carena (< λατ. carina)]
- καρίνα η.
-
- (Ναυτ.) τρόπιδα του πλοίου:
- (Καραβ. 4922).
[μτγν. ουσ. καρίνα (Soph.). Η λ. και σήμ.]
- (Ναυτ.) τρόπιδα του πλοίου:
- κάρινος -η -ο [kárinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς· καρυδένιος1: Ένα κάρινο τραπέζι / κρεβάτι.
[μσν. κάρυνος < ελνστ. καρύϊνος (< αρχ. καρύα `καρυδιά΄ δες στο καρύδι) (ορθογρ. κατά το επίθημα -ινος)]
- καριόκα η [karjóka] Ο25 : είδος μικρού γλυκίσματος με σοκολάτα και καρύδια ή αμύγδαλα.
[ισπαν. ή πορτογαλ. carioca]
- καριόλα η [karjóla] Ο25α : (παρωχ.) είδος κρεβατιού από ξύλο.
[ιταλ. cariola `κρεβατάκι για μωρά κάτω από το νυφικό κρεβάτι΄]
- καριόλα η.
-
- Βάση, σκελετός κρεβατιού:
- σιδηρή καριόλα (Λεηλ. Παροικ. 539).
[<ιταλ. carriola. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Βάση, σκελετός κρεβατιού:
- καριόλης ο [karjólis] Ο11 θηλ. καριόλα [karjóla] Ο25α : (χυδ.) χαρακτηρισμός ανήθικου άντρα: Aυτόν τον καριόλη, αν τον ξαναβρώ μπροστά μου, θα τον κανονίσω. Είδες την καριόλα τι μου έκανε; || (υβρ.): Ρε καριόλη, τι πας να κάνεις;
[θηλ.: < καριόλα, η (δες λ.)· αρσ.: καριόλ(α) -ης (αναδρ. σχημ.)]
- καριοφίλι το [karjofíli] Ο44 : παλαιό εμπροσθογεμές τουφέκι με μακριά κάννη, που χρησιμοποιήθηκε πολύ στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821.
[ιταλ. Carlo e figli `Κάρλος και υιοί΄ (φίρμα εργοστασίου) με αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ. και παρετυμ. καρυοφύλλι]
- καριπγίτλεροι οι· καπιγίτλεροι.
-
- Οθωμανοί έφιπποι πολεμιστές:
- (Τάξ. πόρτ. 13).
[<τουρκ. garip yiğitler· βλ. και Mor. II 154. Η λ. στο Du Cange App. (κάρηπ-γήτλεροι)]
- Οθωμανοί έφιπποι πολεμιστές:



