Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΚΑΦ
40 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
καφάς ο.
  • Σβέρκος:
    • (Φορτουν. Δ´ 407).

[<τουρκ. kafa. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Τσουδερός 1969: 94)]

[Λεξικό Κριαρά]
καφάσι το.
  • Δικτυωτό κιγκλίδωμα:
    • διά το μη βλέπειν εις τον άλλον κάμνουν καφάσια εις τα σπίτια, κάγκελα πολλά (Βακτ. αρχιερ. 154).

[<τουρκ. kafes. Η λ. στο Βλάχ. (ια) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφάσι 1 το [kafási] Ο44 : 1. μικρό κιβώτιο, συνήθ. ξύλινο, με διάκενα για την τοποθέτηση και τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών· τελάρο1: Ένα ~ πορτοκάλια / μήλα. 2. ξύλινο δικτυωτό πλέγμα που το τοποθετούσαν στα παράθυρα των μουσουλμανικών σπιτιών ή στους γυναικωνίτες των χριστιανικών εκκλησιών για να προφυλάξουν τις γυναίκες από τα βλέμματα των ανδρών.

[μσν. καφάσι < τουρκ. kafes (από τα αραβ.) διαλεκτ. kafas ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφάσι 2 το : (λαϊκ.) το κεφάλι, μόνο στη ΦΡ θα μου φύγει το ~, θα τρελαθώ.

[τουρκ. kafa ίσως παρετυμ. καφάσι 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφασωτός -ή -ό [kafasotós] Ε1 : για κατασκευή που είναι περιφραγμένη με ξύλινο δικτυωτό πλέγμα, με καφάσι12: Kαφασωτά παράθυρα. || (ως ουσ.) το καφασωτό.

[καφάσ(ι)12 -ωτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφέ το [kafé] Ο (άκλ.) : χώρος στον οποίο σερβίρονται διάφορα ροφήμα τα, κυρίως καφές, αναψυκτικά και οινοπνευματώδη ποτά.

[λόγ. < γαλλ. café]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφέ [kafé] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του καφέ: ~ μπλούζα. ~ φουστάνι. Έβαψαν τα παντζούρια ~. || (ως ουσ.) το καφέ, το καφέ χρώμα.

[λόγ. < γαλλ. café]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφέ μπαρ το [kafé bár] Ο (άκλ.) : μπαρ όπου σερβίρονται και καφέδες.

[λόγ. καφέ (ουσ.) + μπαρ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφε- [kafe] & καφέ- [kafé], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & καφ- [kaf], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & (λαϊκότρ.) καφεδο- [kafeδo] ή καφεδό- [kafeδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : 1.σε σύνθετα ουσιαστικά με αναφορά στον καφέ (στον καρπό ή στην αλεσμένη του μορφή): ~κοπτείο, ~πώλης· ~κούτι. || (λαϊκότρ.) καφεδοκούτι, καφεδόμπρικο και καφέμπρικο. 2. σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά που δηλώνουν το χώρο στον οποίο προσφέρεται καφές παράλληλα με οτιδήποτε άλλο υποδηλώνει το β' συνθετικό: καφεστιατόριο, ~ζαχαροπλαστείο, ~θέατρο.

[θ. καφ(ε)- του ουσ. καφέ(ς) ως α' συνθ.: καφε-τζής < τουρκ. kahvecι, καφ-ωδείο λόγ. μτφρδ. γαλλ. café chantant· θ. καφεδ- του καφές -ο-: καφεδο-κούτι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφεδής -ιά -ί [kafeδís] Ε8 & καφεδί [kafeδí] Ε (άκλ.) : (προφ.) καφετής, συνήθ. με κακής απόχρωσης καφέ χρώμα.

[καφεδ- (καφές) -ής· καφεδ- (καφές) -ί 4]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες