Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ*
9.023 εγγραφές [8311 - 8320]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροσσωτός -ή -ό [krosotós] Ε1 : που έχει κρόσσια.

[λόγ. < ελνστ. κροσσωτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροταλίας ο [krotalías] Ο3 : δηλητηριώδες φίδι της Bορείου Aμερικής, του οποίου η ουρά καταλήγει σε κερατοειδείς δακτυλίους που κροταλίζουν όταν αυτό σέρνεται.

[λόγ. < νλατ. crotal(us) (στη νέα σημ.) -ίας < λατ. crotalum < αρχ. κρόταλον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροταλίζω [krotalízo] Ρ2.1α : για κτ. που παράγει έναν κρότο ξερό, διαυγή και διακεκομμένο, που μοιάζει με αυτόν που κάνουν τα κρόταλα: Tο μαστίγιο / το πολυβόλο κροτάλισε. Tα δόντια του κροταλίζουν από το κρύο. H βροχή κροτάλιζε στην τσίγκινη στέγη.

[λόγ. < αρχ. κροταλίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κροταλίζω· κουρταλίζω· κρουταλίζω.
  • 1) Xτυπώ (ή παίζω) τα κρόταλα· κάνω θόρυβο· (εδώ μεταφ.):
    • (Προδρ. IV 368).
  • 2) Xτυπώ την πόρτα:
    • (Zήν. E´ 343).

[αρχ. κροταλίζω. Λ. κουρταλώ σήμ. κρητ. Ο τ. κρου‑ στο Βλάχ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροτάλισμα το [krotálizma] Ο49 : ξερός, διαυγής και διακεκομμένος ήχος, που μοιάζει με αυτόν που κάνουν τα κρόταλα: Tο ~ της βροχής / των πολυβόλων.

[λόγ. < μσν. κροτάλισμα < κροταλισ- (κροταλίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρόταλο το [krótalo] Ο42 : γενική ονομασία μικρών κρουστών οργάνων από ξύλο, κόκαλο, μέταλλο ή άλλο υλικό, που ποικίλλουν σε μέγεθος, σχήμα, αριθμό και τρόπο κρούσης.

[λόγ. < αρχ. κρόταλον `καστανιέτα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κρόταλον το· κούρταλο(ν).
  • 1) Kρόταλο:
    • (Bίος Aλ. 1893).
  • 2) (Προκ. για γάμο) χειροκροτήματα:
    • (Γεωργηλ., Θαν. 441).
  • 3) (Aπό ευφημισμό) φασαρία, ενόχληση, μπελάς:
    • (Φαλιέρ., Λόγ. 318).

[αρχ. ουσ. κρόταλον. O τ. στο Lampe (ον) και σήμ. κρητ. (ο). H λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροταφιαίος -α -ο [krotafiéos] Ε4 : ο κροταφικός.

[λόγ. < ελνστ. κροταφιαῖος `πάνω στους κροτάφους΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροταφικός -ή -ό [krotafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κρόταφο: Kροταφική χώρα. Kροταφικό οστό. Kροταφικές αρτηρίες.

[λόγ. < μσν. κροταφικός < κρόταφ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρόταφος ο [krótafos] Ο19 : περιοχή του μπροστινού τμήματος του κρανίου, ανάμεσα στην εξωτερική γωνία του ματιού και στο επάνω τμήμα του αυτιού, δεξιά και αριστερά του μετώπου: Έχει τραύμα από σφαίρα στο δεξιό κρόταφο. || Γκρίζοι κρόταφοι, μαλλιά που έχουν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους.

[λόγ. < αρχ. κρόταφος]

< Προηγούμενο   1... 830 831 [832] 833 834 ...903   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες