Παράλληλη αναζήτηση
| 9.023 εγγραφές [8281 - 8290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κροκοδειλιάρα, επίθ. θηλ.
-
- Σχετική με κροκόδειλο:
- κροκοδειλιάρας κόπρου λευκής (Iερακοσ. 39313‑4).
[θηλ. του επιθ. *κροκοδειλιάρης. H λ. στο Meursius (λ. ‑ίαρος)]
- Σχετική με κροκόδειλο:
- κροκοδείλιος -α -ο [krokoδílios] Ε6 : κυρίως στην έκφραση κροκοδείλια δάκρυα, τα ψεύτικα, τα υποκριτικά.
[λόγ. κροκόδειλ(ος) -ιος απόδ. γαλλ. de crocodile (από το μύθο πως ο κροκόδειλος χύνει δάκρυα αφού φάει άνθρωπο)]
- κροκόδειλος ο [krokóδilos] Ο20 : μεγάλο σαρκοβόρο αμφίβιο ερπετό με μακρύ και πλατύ ρύγχος, μακριά ουρά και φολιδωτό δέρμα, που ζει σε ποτάμια και σε λίμνες των τροπικών χωρών.
[λόγ. < αρχ. κροκόδιλος (αρχική σημ.: `σαύρα΄) με σφαλερή ελνστ. ορθογρ.]
- κροκόδειλος ο· κοκόδρουλος· κορκόδειλος· κορκόνδειλος· κορκόνειλος· σκορκόνδειλος.
-
- Kροκόδειλος:
- (Zήν. B´ 324).
- H λ. ως κύρ. όν.:
- (Σφρ., Xρον. 16224).
[μτγν. ουσ. κροκόδειλος (αρχ. ‑δι‑). O τ. κοκόδρουλος από επίδρ. του ιταλ. coccodrillo· πβ. και τ. κορκόδριλλος, που απ. σε Γλωσσάρ. O τ. κορκόδειλος μτγν. (‑δι‑) και σήμ. O τ. κορκόνειλος στο Du Cange (‑νι‑). H λ. και σήμ.]
- Kροκόδειλος:
- κροκοειδής, επίθ.
-
- Που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος:
- (Mάρκ., Bουλκ. 34912).
[αρχ. επίθ. κροκοειδής]
- Που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος:
- κρόκος ο.
-
- 1)
- α) Bαφική ύλη από το φυτό κρόκος, ζαφορά (βλ. και ά.):
- (Διγ. A 3738)·
- β) καρύκευμα από το φυτό κρόκος:
- (Πουλολ. 609).
- α) Bαφική ύλη από το φυτό κρόκος, ζαφορά (βλ. και ά.):
- 2) Kρόκος, κιτρινάδι του αβγού:
- μη τρώγει … αβγόν ροφητόν, πλην μόνον τον κρόκον (Σταφ., Iατροσ. 498).
- Ως προσωποπ.:
- (Πωρικ. I 35).
[αρχ. ουσ. κρόκος. H λ. και σήμ.]
- 1)
- κρόκος 1 ο [krókos] Ο18 : 1. γένος φυτών που περιλαμβάνει πάρα πολλά είδη, ιθαγενή της Ευρώπης και άλλων χωρών, τα οποία καλλιεργούνται για λόγους καλλωπιστικούς, και τα αποξηραμένα στίγματα των λουλουδιών τους χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, στη μαγειρική ή ως χρωστική ουσία. 2. η ζαφορά.
[αρχ. κρόκος]
- κρόκος 2 ο : το κίτρινο μέρος του αυγού.
[ελνστ. κρόκος < αρχ. κρόκος (δες κρόκος 1) από την ομοιότητα του χρώματος]
- κροκύδα η· κορκύδα.
-
- Mαλλί ξασμένο:
- (Στάθ. B´ 150).
[αρχ. ουσ. κροκύς. O τ. και σήμ. κρητ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mαλλί ξασμένο:
- κροκυδίστικος, επίθ.· κορκυδίστικος.
-
- Yφασμένος από μαλλί δεύτερης ποιότητας:
- όργο κορκυδίστικο (Bαρούχ. 4867).
[<ουσ. κροκύδα + κατάλ. ‑ίστικος]
- Yφασμένος από μαλλί δεύτερης ποιότητας:



