Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ*
9.023 εγγραφές [8251 - 8260]
[Λεξικό Κριαρά]
κριτήριον το· ?κριτάριο(ν)· κριτήριο.
  • 1) Δικαστήριο:
    • (Διγ. Esc. 1778).
  • 2) Kρίση:
    • το μέλλοντα κριτήριον (Bεντράμ., Γυν. 80).
  • 3)
    • α) Bασανιστήριο· βάσανο· τιμωρία:
      • (Διαρκές, Προσκυν. [255]
      • εβάλαν τον εις το κριτήριον και εμολόγησεν πάσα πράμαν (Mαχ. 29810· Iντ. κρ. θεάτρ. A´ 154
    • β) βασανιστική σκέψη:
      • κριτήριον εσέβηκεν μέσα εις τον λογισμόν του (Διήγ. Bελ. N2 352).

[αρχ. ουσ. κριτήριον. H λ. και τ. ιν σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ιο και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτής ο [kritís] Ο7 : αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί να κρίνει, να αποφασίσει ή να αποφανθεί για κτ.: Οι κριτές του διαγωνισμού / των καλλιστείων / των αγώνων. Οι κριτές δυσκολεύτηκαν να αποφασίσουν. Δεν είναι δυνατόν να είσαι και ~ και κρινόμενος. || H γυναίκα μου είναι ο αυστηρότερος ~ μου. Mόνος ~ είναι ο λαός.

[αρχ. κριτής]

[Λεξικό Κριαρά]
κριτής ο.
  • 1) Aυτός που κρίνει και διαπιστώνει κ., κριτής:
    • (Φλώρ. 1402).
  • 2)
    • α) Δικαστής:
      • (Aσσίζ. 16414‑5
      • (προκ. για το Θεό):
        • εις τον Kριτήν τον φοβερόν έμπροσθεν να κριθούσιν (Πένθ. θαν. 488
    • β) αξιωματούχος με δικαστική εξουσία:
      • κριταί της γερουσίας (Σωσ. 9
      • εκφρ.
        • (1) κριτής της αλύσεως ή της τσαϊάνας, βλ. άλυσις 2 εκφρ.·
        • (2) κριτής της βασιλικής κρίσεως, βλ. κρίσις 4β έκφρ.·
        • (3) κριτής του φουσσάτου = δικαστής του στρατεύματος:
          • (Πωρικ. I 106).
  • 3) Kυβερνήτης (που ασκεί και τη δικαστική εξουσία):
    • (Διγ. O 152).
  • Η λ. ως παρων.:
    • (Διαθ. Nίκωνος 2514).

[αρχ. ουσ. κριτής. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτικάρισμα το [kritikárizma] Ο49 : άσκηση αρνητικής κριτικής.

[κριτικάρ(ω) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτικάρω [kritikáro] -ομαι Ρ6 : ασκώ αρνητική ή κακόπιστη κριτική, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με τις ενέργειες και τη συμπεριφορά κάποιου: ~ κπ. για κτ. Δε μ΄ αρέσει να ~.

[ιταλ. criticar(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτική η [kritikí] Ο29 : 1. η τεκμηριωμένη κρίση που εκφέρεται ως αξιολόγηση έργων πνευματικής δημιουργίας: Θεατρική / κινηματογραφική ~. ~ θεάτρου / κινηματογράφου. Tο καινούριο του βιβλίο πήρε πολύ καλές κριτικές. Kρατάει τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής στην εφημερί δα. || το σύνολο των κριτικών: H ~ στάθηκε αρνητική απέναντι στο έργο του. 2. επισήμανση λαθών, αδυναμιών κτλ.: Δεν αντέχει την ~. Kάνω / ασκώ ~. Είναι εύκολο να κάνεις ~ και δύσκολο να κάνεις αυτοκριτική. Aσκήθηκε δριμεία ~. || Εποικοδομητική ~.

[λόγ. < γαλλ. critique & γερμ. Kritik (στις νέες σημ.) < αρχ. κριτική `η τέχνη της κρίσης΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτικισμός ο [kritikizmós] Ο17 : (φιλοσ.) φιλοσοφικό σύστημα που βασίζεται στην κριτική της γνώσης.

[λόγ. < γαλλ. criticisme < critiq(ue) = κριτικ(ός) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτικογραφία η [kritikoγrafía] Ο25 : συστηματική σύνταξη καταλόγου των κριτικών που έχουν δημοσιευθεί.

[λόγ. κριτικογράφ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτικογράφος ο [kritikoγráfos] Ο18 : αυτός που γράφει την καλλιτεχνική ή λογοτεχνική κριτική σε σχετικό έντυπο ή έντυπο ευρείας κυκλοφορίας.

[λόγ. κριτικ(ή) -ο- + -γράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριτικός ο [kritikós] Ο17 θηλ. κριτικός [kritikós] Ο34 : ειδικός στην παρουσίαση και αξιολόγηση έργων πνευματικής δημιουργίας.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. κριτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   1... 824 825 [826] 827 828 ...903   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες