Παράλληλη αναζήτηση
9.023 εγγραφές [8171 - 8180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρηπίδα η [kripíδa] Ο26 : το κρηπίδωμα, στην αρχαία αρχιτεκτονική.
[λόγ. < αρχ. κρηπίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρηπίδωμα το [kripíδoma] Ο49 : 1. βάση επάνω στην οποία δομείται ένα μνημειακό συνήθ. οικοδόμημα, κυρίως το τμήμα της βάσης που βρίσκεται επάνω από την επιφάνεια του εδάφους. 2. πλατφόρμα, αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού.
[λόγ. < ελνστ. κρηπίδωμα (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρησάρα η [krisára] Ο25α : είδος κόσκινου με πυθμένα από πολύ λεπτό πλέγμα με το οποίο κοσκινίζουν το αλεύρι για να το ξεχωρίσουν από τα πίτουρα. ΦΡ περνάω κτ. από την ~, το εξετάζω, το ερευνώ με μεγάλη προσοχή.
[αρχ. κρησέρα, ίσως με παράλλ. τ. κρησάρα (πρβ. αρχ. διαλεκτ. κραἅρα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρησαρίζω [krisarízo] -ομαι Ρ2.1 : κοσκινίζω το αλεύρι με την κρησάρα.
[μσν. *κρησαρίζω (πρβ. μσν. κρησαρισμένος) < κρησάρ(α) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρησάρισμα το [krisárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρησαρίζω.
[κρησαρισ- (κρησαρίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρησαρισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Kοσκινισμένος:
- κύμινον κοπανισμένον και κρησαρισμένον (Σταφ., Iατροσ. 10288).
[μτχ. παρκ. του κρησαρίζω (Δημ.)]
- Kοσκινισμένος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κρησαροκόσκινον το,
- βλ. καθαροκόσκινον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρησφύγετο το [krisfíjeto] Ο41 : τόπος στον οποίο καταφεύγει κάποιος για να κρυφτεί και να σωθεί από τους διώκτες του: Tα βουνά ήταν ~ των ληστών. H αστυνομία ανακάλυψε το σπίτι που χρησιμοποιούσαν οι τρομοκράτες ως ~.
[λόγ. < αρχ. κρησφύγετον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρητικός, επίθ.
-
- Που προέρχεται ή κατάγεται από την Kρήτη:
- τυρίν το κρητικόν (Προδρ. IV 109).
- Ως εθν. = ο κάτοικος της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από εκεί:
- ο γενεράλες κράζει Ρωμαίους τότες Kρητικούς … (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53525· Ερωτόκρ. Β´ 785).
[αρχ. επίθ. κρητικός. H λ. και σήμ.]
- Που προέρχεται ή κατάγεται από την Kρήτη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρητικός -ή / -ιά -ό [kritikós] Ε1, Ε2 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kρήτη ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: Kρητικά προϊόντα. Kρητικά έθιμα. Kρητική διάλεκτος. || (ως ουσ.) ο Kρητικός, θηλ. Kρητικιά, αυτός που κατάγεται από την Kρήτη: Οι Kρητικοί φημίζονται για τη λεβεντιά τους.
[αρχ. Kρητικός]