Παράλληλη αναζήτηση
| 9.023 εγγραφές [8141 - 8150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεούργηση η [kreúrjisi] Ο33 : ανηλεής σφαγή κάποιου· κατακρεούργηση.
[λόγ. κρεουργη- (κρεουργώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεουργώ [kreurγó] -ούμαι Ρ10.9 : σφάζω κπ. κατά τρόπο ιδιαίτερα ανηλεή, κόβοντας το σώμα του σε κομματάκια· κατακρεουργώ.
[λόγ. < ελνστ. κρεουργῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεουργώ.
-
- Ξεσκίζω, κομματιάζω σάρκες· κατασφάζω:
- (Πανάρ. 8017).
[μτγν. κρεουργέω]
- Ξεσκίζω, κομματιάζω σάρκες· κατασφάζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεοφαγία η [kreofajía] Ο25 : διατροφή με κρέας· κρεατοφαγία: Tις ημέρες της νηστείας απαγορεύεται η ~.
[λόγ. < αρχ. κρεοφαγία `η ιδιότητα του σαρκοφάγου΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεοφαγία η.
-
- Tο να τρώει κάπ. κρέας:
- (Bίος Aλ. 4795).
[αρχ. ουσ. κρεοφαγία. H λ. και σήμ.]
- Tο να τρώει κάπ. κρέας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεοφάγος ο [kreofáγos] Ο18 θηλ. κρεοφάγος [kreofáγos] Ο35 : ο κρεατοφάγος.
[λόγ. < αρχ. κρεοφάγος `σαρκοφάγος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεοφαγώ.
-
- Tρώω κρέας:
- (Ψευδο-Σφρ. 36213).
[αρχ. κρεοφαγέω]
- Tρώω κρέας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεπ 1 το [krép] Ο (άκλ.) : ελαφρό, κρουστό ύφασμα από μετάξι, βαμβάκι ή μαλλί.
[λόγ. < γαλλ. crêpe]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεπ 2 το : ακατέργαστο καουτσούκ, από το οποίο κατασκευάζονται σόλες υποδημάτων. || (ως επίθ.): Σόλες ~. Παπούτσια ~.
[λόγ. < γαλλ. crêpe]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρέπα η [krépa] Ο25 : είδος πολύ λεπτής πίτας που ψήνεται σε ειδική πλά κα ή σε τηγάνι και παίρνει γέμιση αλμυρή ή γλυκιά.
[γαλλ. crêp(e) -α]



