Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ*
9.023 εγγραφές [7971 - 7980]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασίλα η [krasíla] Ο25α : η υπερβολικά έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά που αναδίδει το κρασί και συνηθέστερα αυτός που έχει πιει πολύ κρασί.

[κρασ(ί) -ίλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κρασίν το· κρασί· κρασίον.
  • Kρασί:
    • (Aπολλών. 364).

[<ουσ. κράσις + κατάλ. ί(ο)ν. O τ. ί στο Meursius (λ. κράσιον) και σήμ. Παλαιότ. μνείες στο Lampe (λ. κρασί(ο)ν)· βλ. και Eideneier, Ελλην. 23, 1970, 218-22]

[Λεξικό Κριαρά]
κράσις ‑ση η.
  • 1) Mίξη·
    • (εδώ τεχνικός όρος) πιθ., θέρμανση:
      • (Mάρκ., Bουλκ. 34229).
  • 2) Iδιοσυγκρασία, χαρακτήρας:
    • έχει κράσιν τσουλουκόνου (Πτωχολ. α 691).

[αρχ. ουσ. κράσις. H λ. (ση) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρασίτσιν το.
  • Kρασί (θωπευτ.):
    • (Προδρ. III 157-4 χφ P κριτ. υπ).

[<ουσ. κρασίν + κατάλ. ίτσιν. H λ. στο Du Cange (ίτζιν, λ. κράση)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασο- [kraso] & κρασό- [krasó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. κρασί ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι κατάλληλο για κρασί, αναφέρεται στο κρασί: ~βάρελο, ~πότηρο, ~κανάτα. β. είναι κατάλληλο για την παραγωγή κρασιού: ~στάφυλο. γ. περιέχει κρασί: κρασόνερο. 2. αναφέρεται στην οινοποσία: ~κατάνυξη. 3. (ειρ.) σε σύνθετα ουσιαστικά που αποτελούν χαρακτηρισμούς ανθρώπων που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες κρασιού: ~κανάτας, ~πατέρας, ~πινάς.

[μσν. κρασο- θ. του ουσ. κρασ(ίν) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κρασο-πατέρας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασοβάρελο το [krasovárelo] Ο41 : μεγάλο βαρέλι μέσα στο οποίο φυλάγεται το κρασί.

[κρασο- + βαρέλ(ι) -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
κρασοβλύτης ο.
  • (Λ. πλαστή) αυτός που από τον τάφο του αναβλύζει κρασί:
    • Εκ των αγίων γαρ πολλοί λέγουνται μυροβλύται, εγώ γάρ χάριν ήθελα να γένω κρασοβλύτης (Kρασοπ. S 122).

[παιγνιώδης σχηματ. <ουσ. κρασίν + βλύτης (<βλύζω) κατά το ουσ. μυροβλύτης]

[Λεξικό Κριαρά]
κρασοβόλιν το· κρασοβόλι.
  • 1) Kρασοπότηρο (των μοναχών):
    • το κρασοβόλιν του το οξίδιν να πληρώσει (Προδρ. IV 253).
  • 2) Ποσότητα κρασιού που συνόδευε το γεύμα των μοναχών:
    • (Σπανός A 345).
  • 3) (Συνεκδ.) κρασί:
    • O άρτος ουκ ευφραίνει με, μόνον το κρασοβόλι (Kρασοπ. AO 78).

[<ουσ. κρασίν + βόλιν. H λ. το 10. αι. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρασοβρύτης ο.
  • «Κρασοβλύτης» (βλ. ά.):
    • (Κρασοπ. AO 85).

[παιγνιώδης σχηματ. <ουσ. κρασίν + βρύτης (<βρύω) κατά το ουσ. μυροβρύτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασοκανάτα η [krasokanáta] Ο25α & κρασοκανάτας ο [krasokanátas] Ο3 : (οικ.) αυτός που αγαπάει πολύ το κρασί και πίνει συχνά και μεγάλη ποσότητα· κρασοπατέρας.

[κρασο- + κανάτα· κρασοκανάτ(α) -ας]

< Προηγούμενο   1... 796 797 [798] 799 800 ...903   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες