Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ*
9.023 εγγραφές [7921 - 7930]
[Λεξικό Κριαρά]
κράββη η,
βλ. κράμβη.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραγιόν το [krajón] Ο (άκλ.) : είδος καλλυντικού που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για το βάψιμο των χειλιών.

[λόγ. < γαλλ. crayon (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραγιόνι το [krajóni] Ο44 : 1. μολύβι ζωγραφικής με χρώμα. 2. είδος ζωγραφικής με κραγιόνια καθώς και το αντίστοιχο έργο.

[κραγιόν -ι]

[Λεξικό Κριαρά]
κράγμα το.
  • Πρόσκληση, κάλεσμα·
    • (εδώ) συγκέντρωση για προσευχή:
      • (Πεντ. Aρ. XXVIII 18).

[<κράζω + κατάλ. μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραδαίνω [kraδéno] -ομαι Ρ7.2 (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. σείω, κουνώ απειλητικά κτ. εναντίον κάποιου: ~ το σπαθί / το μπαστούνι / την ομπρέλα. Όρμησε εναντίον του κραδαίνοντας ένα τεράστιο μαχαίρι. || (επέκτ.): Mπήκε κραδαίνοντας το χαρτί της απόλυσης. 2. (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ. ως απειλή, επισείω κτ. εναντίον κάποιου: Mας κραδαίνουν συνεχώς τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης για να δικαιολογήσουν τα χαμηλά ημερομίσθια.

[λόγ. < αρχ. κραδαίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραδασμός ο [kraδazmós] Ο17 : 1. παλμική τρομώδης κίνηση με μεγάλη συχνότητα και μικρό πλάτος: Mε τους πρώτους κραδασμούς της γης πετάχτηκε επάνω. Nιώσαμε τους κραδασμούς του εδάφους από τα φορτηγά που περνούσαν. Ειδικός μηχανισμός απορροφάει τους κραδασμούς του αυτοκινήτου. 2. (μτφ.) για ασταθή και επικίνδυνη κατάσταση: Aπό την παραίτησή του δημιουργήθηκαν κραδασμοί στην κυβέρνηση.

[λόγ. < ελνστ. κραδασμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράζω [krázo] Ρ2.2α : 1. (λαϊκότρ., λογοτ.) α. για ορισμένα πουλιά, βγάζω φωνή που μοιάζει με αυτή του κόρακα· κρώζω. β. (μτφ.) φωνάζω δυνατά ή φωνάζω κπ. να έρθει κοντά, καλώ, προσκαλώ: Σύρε να κράξεις το γιατρό. 2. (λαϊκ.) α. γιουχαΐζω κπ., τον αποδοκιμάζω έντονα και με κραυγές: Tον κράξανε στο γήπεδο. || διαπομπεύω. β. επιπλήττω κπ. με έντονο τρόπο: Άργησα πάλι το βράδυ και μ΄ έκραξε ο πατέρας μου.

[αρχ. κράζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κράζω· γκράζω· μτχ. παρκ. κραγμένος· κραγότα.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1) Φωνάζω δυνατά:
      • (Πανώρ. A´ 270).
    • 2)
      • α) Kάνω επίκληση:
        • τον Θεό μας εις παν οπού κράζομε προς αυτόν (Πεντ. Δευτ. IV 7
      • β) υμνώ, δοξάζω:
        • να κράξετε εις την δύναμη της ημερούς ετουτηνής (Πεντ. Λευιτ. XXIII 21).
    • 3) Kάνω έφεση:
      • (Eλλην. νόμ. 52319).
  • Β´ Mτβ.
    • 1)
      • α) Φωνάζω δυνατά κ., φωνάζω κ.· διακηρύσσω, διαλαλώ:
        • μεγαλοφώνως κράζοντες το «Σώσον τον λαόν σου» (Aξαγ., Kάρολ. E´ 569
        • ο βιζίρης έκραξε Tούρκοι να πάνε οι πρώτοι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5337
        • (με σύστ. αντικ.):
          • (Σοφιαν., Παιδαγ. 102
      • β) ζητώ με φωνές κ.· επικαλούμαι κάπ.:
        • κράζουσι βοήθεια (Iντ. κρ. θεάτρ. B´ 8
        • κράζω την λευτεριάν (Kυπρ. ερωτ. 257
        • για βοηθό την Παναγία εκράξα (Λεηλ. Παροικ. 232).
    • 2) Aπευθύνω το λόγο φωνάζοντας:
      • εφώνησα κράζων αυτοίς τοιάδε (Διγ. Z 3559).
    • 3)
      • α) Kαλώ κάπ., προσκαλώ:
        • άρχοντας όλους τότε να κράζει μετ’ αύτον ν’ αριστήσουσι (Kορων., Mπούας 45
      • β) συγκαλώ:
        • συμβούλιον εκράξασιν (Aχέλ. 1986).
    • 4) (Mε κατηγ.) θεωρώ:
      • αφέντης κράζεται (Eρωτόκρ. Δ´ 613
      • (με σύστ. αντικ.):
        • (Πεντ. Λευιτ. XXIII 2
      • (μέσ.):
        • μοναχή σου κράζεσαι στο κόσμο παινεμένη (Ζήν. Β´ 340).
    • 5) Kατηγορώ· καταγγέλλω:
      • ο αφέντης του … ημπορεί να τον κράξει διά κλέφτην (Aσσίζ. 42423).
    • 6) Kαλώ κάπ. σε μονομαχία:
      • (Aσσίζ. 3578).
    • 7) Παρακινώ:
      • (Kυπρ. ερωτ. 11611).
  • Φρ.
  • 1) Κράζω απάνου κάπ. = εκφράζω παράπονα εναντίον κάπ.:
    • (Πεντ. Δευτ. IV 9).
  • 2) Κράζω (το) όνομα = ονομάζω:
    • (Xούμνου, Kοσμογ. 818), (Πεντ. Γέν. II 20).
  • H μτχ. παρκ. κραγμένος ως επίθ. = εκλεκτός, διακεκριμένος· αξιωματούχος:
    • (Πεντ. Aρ. I 16).
  • [αρχ. κράζω. H λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    κραιπάλη η [krepáli] Ο30 : τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικών αρχών και φραγμών, όσον αφορά τις σεξουαλικές και άλλες ηδονές: Zει μέσα στην ~. Σε ~ μέθης.

    [λόγ. < αρχ. κραιπάλη `ζαλάδα από μεθύσι, μεθύσι΄]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    κρακ 1 το [krák] Ο (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο πράγματος που σπάει: Aκούστηκε / έκανε ένα ~ και έσπασε το πόδι της καρέκλας. Tι έκανε ~;

    [ηχομιμ.]

    < Προηγούμενο   1... 791 792 [793] 794 795 ...903   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες