Παράλληλη αναζήτηση
9.023 εγγραφές [7941 - 7950] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κραμβολάχανο το [kramvoláxano] & κραμπολάχανο το [kramboláxano] Ο41 : είδος λάχανου· καρμπολάχανο.
[-μπ-: μσν. *κραμπολάχανο (πρβ. μσν. Kραμπολάχανος, με προσωποποίηση, μσν. καρμπολάχανο) < αρχ. κράμβ(η) (προφ. [mb] ) -ο- + αρχ. λάχανον (δες λ.)· -μβ-: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κράμπα η [krámba] Ο25 : επώδυνη σύσπαση ενός ή πολλών μυών, συνήθ. στην κνήμη ή στο κάτω μέρος του ποδιού: Παθαίνω / με πιάνει ~.
[γαλλ. cramp(e) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- κράμπη η,
- βλ. κράμβη.
[Λεξικό Κριαρά]
- κραμπί(ν), κραμπίον το,
- βλ. κραμβίν.
[Λεξικό Κριαρά]
- κραμπιτζέλι το.
-
- ?Eίδος ροπάλου:
- έκρουγαν με τα κραμπιτζέλια τους ένας τον άλλον (Διήγ. Aλ. V 32).
[πιθ. σχετ. με το ιταλ. travicello]
- ?Eίδος ροπάλου:
[Λεξικό Κριαρά]
- κραμπόφυλλο το.
-
- Φύλλο κράμβης, λαχανόφυλλο:
- (Zήνου, Bατραχ. 273).
[<ουσ. κραμπί(ν) + φύλλο. Τ. κραμβόφυλλον στο Meursius. Η λ. στο Du Cange (‑ον, λ. κραμπή)]
- Φύλλο κράμβης, λαχανόφυλλο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρανιά η [kraná] Ο24 : είδος δέντρου με πολύ σκληρό ξύλο και μικρούς σφαιρικούς βαθυκόκκινους καρπούς.
[ελνστ. ή μσν. κρανέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κράν(ον) -έα > -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρανιακός, επίθ.
-
- Που βρίσκεται στο κρανίο:
- κρανιακήν φλέβα (Σταφ., Iατροσ. 7183‑4).
[<ουσ. κρανίον + κατάλ. ‑ιακός. H λ. και σήμ.]
- Που βρίσκεται στο κρανίο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρανιακός -ή -ό [kraniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κρανίο: Kρανιακό οστό. Ο τραυματίας έχει κρανιακές κακώσεις. || (ανθρωπολ.) ~ δείκτης, η σχέση του μέγιστου πλάτους προς το μέγιστο μήκος του κρανίου.
[λόγ. < μσν. κρανιακός < κρανί(ον) -ακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρανίο το [kranío] Ο39 : ο σκελετός της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο περίβλημα του εγκεφάλου: Tα οστά του κρανίου και τα οστά του προσώπου. Ο θόλος / η βάση του κρανίου. Kρανίου τόπος, ο Γολγοθάς και ως ΦΡ για ολοκληρωτική καταστροφή και ερήμωση ενός τόπου. ΦΡ τα παίρνω* στο ~. (απαρχ.) τρικυμία* εν κρανίω.
[λόγ. < αρχ. κρανίον]