Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ*
9.023 εγγραφές [7891 - 7900]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοχλίας ο [koxlías] Ο3 : I. γενική ονομασία για αντικείμενα, μηχανισμούς, παραστάσεις κτλ. με σπειροειδή μορφή. 1. (τεχν.) α. ~ συνδέσεως, βίδα. || ατέρμων* ~. β. ~ κινήσεως, ο γρύλος 2. 2. τμήμα του λαβυρίνθου του αυτιού. II. (ζωολ.) το σαλιγκάρι.

[λόγ.: II: αρχ. κοχλίας· I: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοχλίζω· χοχλίζω.
  • Eπιθέτω φαρμακευτική σκόνη στα βλέφαρα:
    • χόχλιζε τους οφθαλμούς (Iατροσόφ. 9813
    • (μέσ.):
      • μετά χοχλιστήριν ας κοχλίζεται (αυτ. 1001).

[<ουσ. κόχλος (I) + κατάλ. ίζω. Πβ. μτχ. κοχλωμένος στον Xωνιάτη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοχλιοειδής -ής -ές [koxlioiδís] Ε10 : που μοιάζει με κοχλία.

[λόγ. < ελνστ. κοχλιοειδής]

[Λεξικό Κριαρά]
κοχλιός ο· κοχλίος· κόχλιος.
  • Σαλιγκάρι:
    • Έπαρον κοχλίους και τσάκισέ τους (Σταφ., Iατροσ. 7193).

[<ουσ. κοχλίας. O τ. ίος και σήμ. ποντ. Τ. χο‑ στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. H λ. τον 6. αι. (L‑S) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοχλιστήρ ο.
  • Όργανο για επάλειψη των βλεφάρων:
    • (Iατροσόφ. 4121).

[<αόρ. του κοχλίζω + κατάλ. τήρ]

[Λεξικό Κριαρά]
κοχλιστήριν το· χοχλιστήριν.
  • Όργανο για επάλειψη των βλεφάρων:
    • (Iατροσόφ. 1001).

[<ουσ. κοχλιστήρ + κατάλ. ιν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοχλιώνω [koxlióno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) βιδώνω.

[λόγ. κοχλί(ας) -ώ > -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοχλίωση η [koxlíosi] Ο33 : 1. (λόγ.) το βίδωμα. 2. το σπειροειδές αυλάκι που υπάρχει στο σώμα μιας βίδας· το σπείρωμα.

[λόγ. κοχλιω- (δες κοχλιώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοχλιωτός -ή -ό [koxliotós] Ε1 : α. του οποίου η σύνδεση έγινε με κοχλία· βιδωτός. β. που έχει σχήμα κοχλία· σπειροειδής.

[λόγ. κοχλιω- (δες κοχλιώνω) -τός]

[Λεξικό Κριαρά]
κοχλοειδής, επίθ.
  • Eλικοειδής:
    • ο πύργος ουν κοχλοειδήν είχε τον αναβάτην (Διγ. Z 3849).

[μτγν. επίθ. κοχλοειδής]

< Προηγούμενο   1... 788 789 [790] 791 792 ...903   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες