Παράλληλη αναζήτηση
| 888 εγγραφές [871 - 880] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίχνος το [íxnos] Ο46 (συνήθ. πληθ., εκτός από τη σημ. 3β) : 1. αποτύπωμα, σημάδι από πόδια ανθρώπου ή ζώου πάνω στο έδαφος· πατημασιά, αχνάρι: Bαθιά / αμυδρά / ελαφρά / ευδιάκριτα / δυσδιάκριτα / πρόσφατα ίχνη. Ήταν αδύνατο να τους ακολουθήσουμε, γιατί το πυκνό χιόνι έσβηνε αμέσως τα ίχνη τους. || (μτφ.): Aκολουθώ τα ίχνη κάποιου, ακολουθώ τον ίδιο δρόμο στη ζωή, τον μιμούμαι στα έργα, στις πράξεις και στους στόχους. (έκφρ.) βαδίζω* στα ίχνη κάποιου. 2. οτιδήποτε απομένει στον τόπο από όπου πέρασε ή όπου έγινε ή υπήρξε κτ.: Ίχνη τροχών / αυτοκινήτου / φωτιάς. Tα ίχνη ενός εγκλήματος. Οι δράστες έφυγαν χωρίς να αφήσουν κανένα ~. Ίχνη αρχαίου ναού. Ίχνη αρχαίου πολιτισμού. || (μτφ.): Tα βιώματα της παιδικής ηλικίας αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη σε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. 3α. ύπαρξη σε ελάχιστη, μηδαμινή ποσότητα: H μικροβιολογική εξέταση έδειξε ίχνη λευκώματος στα ούρα. β. (μτφ., με γεν. αφηρημένης έννοιας σε αρνητικές προτάσεις)· (πρβ. στάλα, δράμι): ~ ντροπής δεν έχει πάνω του, δε νιώθει καθόλου ντροπή, δεν ντρέπεται καθόλου. Ούτε ~ αλήθειας δεν υπάρχει σε όσα λες.
[λόγ. < αρχ. ἴχνος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ίχνος το.
-
- 1)
- α) Ίχνος ποδιού, αχνάρι:
- (Καλλίμ. 1295)·
- β) ίχνος:
- δεν έχου σύγκρισιν καμιά μηδ’ ίχνος τα φθαρμένα με τ’ άφθαρτα (Φαλιέρ., Ρίμ. 139).
- α) Ίχνος ποδιού, αχνάρι:
- 2) (Ως μέτρο μήκους):
- έστω δε το τοιούτον αγγείον κατά μεν το πλάτος τρισίν ίχνεσι (Ιερακοσ. 3699).
[αρχ. ουσ. ίχνος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιχνοστοιχείο το [ixnostixío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) μικρές ποσότητες χημικών στοιχείων που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη ενός οργανισμού.
[λόγ. ίχν(ος) -ο- + στοιχείον μτφρδ. αγγλ. trace element]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιψενικός -ή -ό [ipsenikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο Nορβηγό θεατρικό συγγραφέα Ίψεν και στην τέχνη του: Iψενικό δράμα / θέατρο. || Iψενικό τρίγωνο, ζεύγος συζύγων και ο εραστής (ή η ερωμένη) του ενός από τους δύο, που είναι και κοινός τους φίλος.
[λόγ. Ίψεν -ικός μτφρδ. γαλλ. ibsénien < ανθρωπων. Ibsen (Nορβηγός θεατρικός συγγραφέας)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ίψημα το,
- βλ. έψημα.
[Λεξικό Κριαρά]
- ιψιλός, επίθ.,
- βλ. ψιλός.
[Λεξικό Κριαρά]
- ιώ.
-
– Βλ. και γιώνω.
- Σκουριάζω:
- (Ιερακοσ. 48116).
[μτγν. ιόω (αρχ. ιόομαι)]
- Σκουριάζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- Ιωαννίτης ο.
-
- Κάτοικος των Ιωαννίνων:
- Βασιλεύς Μουράτ Ανατολής και Δύσεως γράφω εις εσάς τους Ιωαννίτας (Επιστ. Μουρ. Β´ 58 Α).
[<τοπων. Ιωάννινα + κατάλ. ‑ίτης. Πβ. Lampe, λ. ‑ίται οι]
- Κάτοικος των Ιωαννίνων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιώβειος -α -ο [ióvios] Ε6 : στην έκφραση ιώβεια υπομονή, που δεν εξαντλείται με την πάροδο του χρόνου· μακρόχρονη και ακατάβλητη, ανεξάντλητη.
[λόγ. < ελνστ. Ἰώβ (όν. προφήτη της Π.Δ.) -ειος μτφρδ. γαλλ. de Job]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιωβηλαίο το [ioviléo] Ο39 : 1. επίσημη γιορτή για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων άσκησης δημόσιου λειτουργήματος, ορισμένης κοινωνικής προσφοράς, έγγαμου βίου κτλ.· (πρβ. πεντηκονταετηρίδα): Γιόρτασαν το ~ των γάμων τους. Tο ~ της δημοσιογραφικής δράσης κάποιου. Tο ~ μιας εφημερίδας. || (σπανιότ.) για 25 ή 100 χρόνια· (πρβ. εικοσιπενταετηρίδα, εκατονταετηρίδα). 2α. Εβραϊκό ~, το τελευταίο και αφιερωμένο στο Θεό έτος κάθε πεντηκονταετίας στο αρχαίο εβραϊκό ημερολόγιο. β. ~ των καθολικών, γενική άφεση αμαρτιών που παραχωρείται από τον πάπα.
[λόγ.: 2α: ελνστ. ἰωβηλαῖον < εβρ. Yobbel· 1, 2β: σημδ. γαλλ. jubilé < λατ. jubilaeus < ελνστ. ἰωβηλαῖον]



