Παράλληλη αναζήτηση
| 888 εγγραφές [821 - 830] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιταλικός -ή -ό [italikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Iταλούς ή στην Iταλία ή που προέρχεται από αυτήν: Iταλικό κράτος. ~ λαός / στρατός. Iταλική κυβέρνηση. Iταλικές λιρέτες. Iταλική γλώσσα / λογοτεχνία / μουσική. Iταλικές επιδράσεις. Iταλικά προϊόντα. || (τυπ.) Iταλικά τυπογραφικά στοιχεία. || (ως ουσ.) η ιταλική, τα ιταλικά, η ιταλική γλώσ σα: Mεταφράζω στα ιταλικά. Mαθήματα ιταλικής.
ιταλικά ΕΠIΡΡ σε ιταλική γλώσσα: Aπάντησε ~. [λόγ. < αρχ. ἰταλικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιταλικώς, επίρρ.
-
- Σε ιταλική γλώσσα:
- Ποίημα … συνθεμένον ιταλικώς (Μπερτολδίνος 89).
[<επίθ. ιταλικός]
- Σε ιταλική γλώσσα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιταλισμός ο [italizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της ιταλικής γλώσσας.
[λόγ. ιταλ(ικά) -ισμός μτφρδ. γαλλ. italianisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιταλο- [italo] & ιταλό- [italó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους κατοίκους της Iταλίας, στους Iταλούς: ιταλόφιλος. || ~μαθής. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~ϊαπωνική συνεργασία. μεταξύ Iταλών και Iαπώνων.
[λόγ. θ. του ουσ. Iταλ(ός) -ο-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιταλομαθής -ής -ές [italomaθís] Ε10 : που ξέρει ιταλικά, που είναι γνώστης της ιταλικής γλώσσας. || (ως ουσ.): Προσέλαβαν έναν ιταλομαθή.
[λόγ. ιταλο- + -μαθής]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ιταλός ο.
-
- Που κατάγεται από την Ιταλία:
- … δισχιλίους άνδρας Ιταλούς (Δούκ. 22724).
[μτγν. εθν. Ιταλός. Η λ. και σήμ.]
- Που κατάγεται από την Ιταλία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιταμός -ή -ό [itamós] Ε1 : που δείχνει μια προκλητική αναίδεια και περιφρόνηση: Iταμό βλέμμα / ύφος.
ιταμά & (λόγ.) ιταμώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἰταμός· λόγ. < αρχ. ἰταμῶς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιταμότητα η [itamótita] Ο28 : ο χαρακτήρας, ο τρόπος του ιταμού· προκλητική αναίδεια.
[λόγ. < ελνστ. ἰταμότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `πρωτοβουλία, σφρίγος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιταμώδης, επίθ.
-
- Θρασύς, πονηρός:
- φοβούμαι, δέσποτα, τους ιταμωδεστέρους (Προδρ. I 27).
[<επίθ. ιταμός + κατάλ. ‑ώδης]
- Θρασύς, πονηρός:
[Λεξικό Κριαρά]
- ιτέα η· ετέα· ετιά.
-
- Ιτιά:
- (Σταφ., Ιατροσ. 10275).
[αρχ. ουσ. ιτέα. Ο τ. ετιά και σήμ. ιδιωμ. Τ. ιτιά σήμ.]
- Ιτιά:



