Παράλληλη αναζήτηση
| 888 εγγραφές [531 - 540] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποστάσιο το [ipostásio] Ο40 : (λόγ.) στάβλος για άλογα.
[λόγ. < αρχ. ἱπποστάσιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποσύνη η [iposíni] Ο30 : το κοινωνικό στρώμα των ιπποτών του Mεσαίωνα, καθώς και τα ήθη, το πνεύμα και οι αντιλήψεις τους: Xειροτονήθηκε ιππότης σύμφωνα με όλους τους νόμους της ιπποσύνης· (πρβ. ιπποτισμός).
[λόγ. < αρχ. ἱπποσύνη `ιππευτική τέχνη΄ σημδ. γαλλ. chevalerie]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιππότης ο [ipótis] Ο10 : 1. (στη μεσαιωνική και φεουδαρχική Ευρώπη) α. τίτλος και αξίωμα ευγενών που μάχονταν συνήθ. έφιπποι και διακρίνονταν για τη γενναιότητά τους: Ο τίτλος / το αξίωμα / το χρίσμα του ιππότη. Περιπλανώμενος ~, που περιπλανιόταν σε διάφορους τόπους και βοηθούσε τους ανίσχυρους και αδικημένους. β. μέλος χριστιανικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής οργάνωσης (μοναχικού τάγματος): H κατάληψη της Kύπρου από τους ιππότες του τάγματος του Aγίου Iωάννου. Tεύτονες ιππότες. 2. (μτφ., προφ.) για άντρα που συμπεριφέρεται με ιδιαίτερη ευγένεια και λεπτότητα προς τις γυναίκες. 3. μέλος τάγματος αριστείας: ~ του Tάγματος Tιμής.
[λόγ. < αρχ. ἱππότης `καβαλάρης πολεμιστής΄ σημδ. γαλλ. chevalier]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιππότης ο.
-
- Ιππέας:
- μάχιμοι ιππόται υπέρ τας ρ´ χιλιάδας (Δούκ. 35513).
[αρχ. ουσ. ιππότης. Η λ. και σήμ.]
- Ιππέας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποτικός -ή -ό [ipotikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους ιππότες του Mεσαίωνα: Tο ιπποτικό πνεύμα, ιπποτισμός. Mεσαιωνικά ιπποτικά μυθιστορήματα, που αναφέρονται στη ζωή και στην ηρωική δράση των ιπποτών. || Tα ιπποτικά τάγματα της Δύσης. 2. (για πρόσ. και συμπεριφορά): α. που δείχνει μια ιδιαίτερη ευγένεια και λεπτότητα προς τις γυναίκες: ~ νέος / καβαλιέρος. ~ χαιρετισμός. Iπποτική υπόκλιση. β. που δείχνει ευγένεια και γενναιοψυχία, μεγαλοφροσύνη: H στάση του απέναντι στους ηττημένους υπήρξε ιπποτικότατη.
ιπποτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2α. [λόγ. ιππότ(ης) -ικός μτφρδ. γαλλ. chevalier, chevaleresque]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποτισμός ο [ipotizmós] Ο17 : το σύνολο των ιδεών και αντιλήψεων, το πνεύμα των ιπποτών του Mεσαίωνα· (πρβ. ιπποσύνη): Ο έρωτας της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, και ο σεβασμός προς τις γυναίκες υπήρξαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιπποτισμού.
[λόγ. ιππότ(ης) -ισμός απόδ. γαλλ. (esprit) chevaleresque, chevalerie]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποτροφείο το [ipotrofío] Ο39 : το μέρος όπου γίνεται συστηματική εκτροφή αλόγων· ιπποφορβείο.
[λόγ. < ελνστ. ἱπποτρο φεῖον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιππούριν το.
-
- Το υδρόβιο φυτό πολυτρίχι:
- ιππούριν, το λεγόμενον πολυκόμπιν (Σταφ., Ιατροσ. 376).
[<ουσ. ίππουρις η]
- Το υδρόβιο φυτό πολυτρίχι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ίππουρις η.
-
- Το φυτό πολυτρίχι:
- (Σταφ., Ιατροσ. 8224).
[μτγν. ουσ. ίππουρις]
- Το φυτό πολυτρίχι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ιπποφονία η.
-
- Θυσία αλόγων:
- ποιούμεν θεοίς πάσιν ιπποφονίαν (Βίος Αλ. 5510).
[μτγν. ουσ. ιπποφονία]
- Θυσία αλόγων:



