Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ι
888 εγγραφές [41 - 50]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιαχή η [iaxí] Ο29 : δυνατή κραυγή, ιδίως πολεμική· (πρβ. αλαλαγμός): Πολεμική ~. Iαχές θριάμβου.

[λόγ. < αρχ. ἰαχή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Iαχωβάς ο [iaxovás] & Iεχωβάς ο [iexovás] Ο1 (χωρίς πληθ.) & Γιαχβέ ο [jaxvé] Ο (άκλ.) : κατά τη βιβλική παράδοση, το όνομα που έδωσε ο ίδιος ο Θεός στον εαυτό του. || Mάρτυρες του Iαχωβά, θρησκευτική αίρεση καθώς και οι οπαδοί της· (πρβ. ιαχωβάς).

[Γιαχβέ: λόγ. < αγγλ. Jahwe < εβρ. Jhwh· Iεχωβάς: λόγ. < γερμ. Jehowa (από τα εβρ.) -ς· Iαχωβάς: λόγ. συμφυρ. Iεχωβάς & Γιαχβέ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιαχωβάς ο [iaxovás] Ο1 θηλ. ιαχωβού [iaxovú] Ο37 & ιεχωβάς ο [iexovás] Ο1 θηλ. ιεχωβού [iexovú] Ο37 & (προφ.) γιαχωβάς ο [jaxovás] Ο1 θηλ. γιαχωβού [jaxovú] Ο37 : ο οπαδός της θρησκευτικής αίρεσης των Mαρτύρων του Iαχωβά· (πρβ. χιλιαστής).

[λόγ. < Iαχωβάς, Iεχωβάς· για-: < Iαχωβάς με αποφυγή της χασμ.· ιαχωβ(άς), ιεχωβ(άς), γιαχωβ(άς) -ού]

[Λεξικό Κριαρά]
ιβεντάριο(ν) το,
βλ. ινβεντάριο.
[Λεξικό Κριαρά]
Ίβεροι οι.
  • Ίβηρες:
    • καλογέροι Ίβεροι (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 134r).

[<λατ. Iberi]

[Λεξικό Κριαρά]
Ίβηρες οι.
  • Ονομασία λαού που κατοικούσε στην αρχαία Ιβηρία της Ασίας (περίπου σημερ. Γεωργία):
    • (Πανάρ. 7616).
  • Γεν. εν. Νιβήρου (<των Ιβήρων) ως τοπων. (= μονή του Αγ. Όρους):
    • (Συναδ. φ. 37r, v).

[αρχ. εθν. Ίβηρες (L‑S Suppl., λ. Ίβηρ). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ιβηρικός, επίθ.
  • Που προέρχεται από την Ιβηρία (βλ. Ίβηρες) ή σχετίζεται μ’ αυτήν:
    • μαύρον καπάσιν ιβηρικόν (Παράφρ. Χων. 328).

[<εθν. Ίβηρ + κατάλ. ικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιβηρικός -ή -ό [ivirikós] Ε1 : 1. σε γεωγραφικούς όρους: Iβηρική χερσόνησος, χερσόνησος στο νοτιοδυτικό άκρο της Ευρώπης. Iβηρική θάλασσα. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στην Iβηρία ή στους Ίβηρες: Iβηρική γλώσσα / τέχνη.

[λόγ. < ελνστ. Ἰβηρικός (< αρχ. Ἰβηρία ειδικά για την ανατολική Iσπανία)]

[Λεξικό Κριαρά]
Ιβήριος ο.
  • Ισπανός:
    • Γαλάται, Ιβήριοι και Βρετανοί (Byz. Kleinchron. Α´ 31212).

[<εθν. Ίβηρ + κατάλ. ιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιβίσκος ο [ivískos] Ο18 : κοινή ονομασία για διάφορα είδη φυτών της ίδιας οικογένειας, από τα οποία τα περισσότερα είναι καλλωπιστικά: ~ ο νάνος. || ~ ο εδώδιμος, επιστημονική ονομασία του φυτού μπάμια.

[λόγ. < ελνστ. ἰβίσκος]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...89   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες