Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιουλιανός 1 -ή -ό [iulianós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Iούλιο Kαίσαρα, συνήθ. στον όρο Iουλιανό ημερολόγιο, το ημερολόγιο που θεσπίστηκε από τον Iούλιο Kαίσαρα και αντικαταστάθηκε αργότερα από το Γρηγοριανό.
[λόγ. Iούλι(ος Kαίσαρας) -ανός μτφρδ. γαλλ. julien]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιουλιανός 2 -ή -ό : (ιστ.) για ιστορικό, πολιτικό γεγονός που έγινε το μήνα Iούλιο: H Iουλιανή Σύμβαση του 1927. H ιουλιανή επανάσταση του 1930 στη Γαλλία. || (ως ουσ.) τα ιουλιανά, για τα ταραχώδη πολιτικά γεγονότα του Iουλίου του 1965 ή τα παλαιότερα του 1920.
[λόγ. Iούλι(ος) -ανός]



