Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιακωβίνος ο [iakovínos] Ο18 : 1. (ιστ.) μέλος πολιτικής μερίδας της άκρας αριστεράς κατά τη Γαλλική Επανάσταση: H Λέσχη των Iακωβίνων. Mε την πτώση του Ροβεσπιέρου τερματίστηκε και ο πρωταγωνιστικός ρόλος των ιακωβίνων. 2. (παρωχ.) ως χαρακτηρισμός, ο οποίος αποδίδεται, συνήθ. από υποστηρικτές μιας συντηρητικής πολιτικής, σε οπαδούς της άκρας αριστεράς· γιακωβίνος· (πρβ. αναρχικός).
[λόγ. < γαλλ. jacobin (από όνομα μοναστηριού, όπου συνεδρίαζε αυτή η πολιτική παράταξη) -ος (ορθογρ. δαν.)]



