Παράλληλη αναζήτηση
| 888 εγγραφές [571 - 580] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ισασμός ο· ισιασμός· ’σασμός· ’σιασμός.
-
- 1) Εξίσωση:
- τους Χριστιανούς να βάλουν εις ισιασμόν και ομοιότητα, τους Φράγκους με τους Ρωμαίους (Χρον. Μορ. H 508).
- 2)
- α) Σύμβαση, συνθήκη:
- Εις αυτόν δε τον ισασμόν ορίζομεν (Διάτ. Κυπρ. 50830)·
- β) συμφωνία:
- τέτοιον ’σασμόν εποίκαν και συμφωνίες άλλες πολλές (Θησ. (Foll.) I 125)·
- γ) συμβιβασμός:
- εις ισασμόν επέσασιν χωρίς να πολεμήσουν (Χρον. Τόκκων 1641).
- α) Σύμβαση, συνθήκη:
[μτγν. ουσ. ισασμός. Ο τ. ’σασμός στο Meursius και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.). Ο τ. ’σιασμός στο Βλάχ. (λ. σιάσμα)]
- 1) Εξίσωση:
[Λεξικό Κριαρά]
- ισάχαριν το,
- βλ. ζάχαριν.
[Λεξικό Κριαρά]
- Ισδραηλίτης ο,
- βλ. Ισραηλίτης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισημερία η [isimería] Ο25 : (αστρον.) το φαινόμενο κατά το οποίο η διάρκεια της αστρικής ημέρας είναι ίση με τη διάρκεια της νύχτας: Tο φαινόμενο της ισημερίας παρατηρείται συγχρόνως σε όλη τη Γη, δύο φορές το χρόνο. Εαρινή ~, στις 21 Mαρτίου. Φθινοπωρινή ~, στις 22 Σεπτεμβρίου.
[λόγ. < αρχ. ἰσημερία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ισημερία η.
-
- Ισότητα της ημέρας με τη νύχτα:
- (Φυσιολ. 3473).
[αρχ. ουσ. ισημερία. Η λ. και σήμ.]
- Ισότητα της ημέρας με τη νύχτα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισημερινός ο [isimerinós] Ο17 : (αστρον., γεωγρ.) ο νοητός κύκλος που τέμνει τη γήινη σφαίρα σε δύο ίσα ημισφαίρια, στο βόρειο και στο νότιο: Tο μήκος του γήινου ισημερινού υπολογίζεται σε σαράντα εκατομμύρια μέτρα περίπου. || ο αντίστοιχος κύκλος οποιουδήποτε άλλου ουράνιου σώματος: Ο ~ του Ήλιου / της Σελήνης. || Ουράνιος ~, ο αντίστοιχος κύκλος της ουράνιας σφαίρας.
[λόγ. < ελνστ. ἰσημερινός (για τον ουράνιο ισημερινό), ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἰσημερινός `που αναφέρεται στην ισημερία΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισημερινός -ή -ό [isimerinós] Ε1 : (αστρον., γεωγρ.) που αναφέρεται στον ισημερινό: ~ κύκλος, ισημερινός. Iσημερινές χώρες, που βρίσκονται κοντά στον ισημερινό. Iσημερινή χλωρίδα, των ισημερινών χωρών.
[λόγ. επίθ. < ουσ. ισημερινός σημδ. γαλλ. équatorial]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Ίσθμια τα [ísθmia] Ο40 : γιορτή στην αρχαία Ελλάδα που γιορταζόταν στον Iσθμό της Kορίνθου.
[λόγ. < αρχ. Ἴσθμια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισθμός ο [isθmós] Ο17 : 1. στενή λωρίδα γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο ξηρές. ANT πορθμός: Επειδή οι ισθμοί εμποδίζουν την άμεση και γρήγορη επικοινωνία από τη θάλασσα, ο άνθρωπος αναγκάζεται να ανοίγει διώρυγες. || (ειδ.): Ο Iσθμός της Kορίνθου (παρόλο που από το 1880 έχει ανοιχτεί διώρυγα). 2. (μτφ., ανατ.) για ό,τι μοιάζει με ισθμό: Ο ~ του φάρυγγα / της πυέλου.
[λόγ. < αρχ. ἰσθμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ίσια, επίρρ.· ίσα· ίχια.
-
- 1)
- α) Ίσα, εξίσου:
- Ίσια να έχεις τους πτωχούς, ίσια και τους πλουσίους (Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 83)·
- β) όμοια, κατά τον ίδιο τρόπο:
- σαν όφης πλέον μανιώνεται κι ωσάν οχία ίσια (Βεντράμ., Γυν. 70).
- α) Ίσα, εξίσου:
- 2) Μέχρι, ως:
- τα μαλλιά της έως κάτω ήσαν ίσια με την γην (Διγ. Άνδρ. 37514).
- 3) Ακριβώς, κατευθείαν:
- Ηύρηκε τον Αντρόμαχο ίσα στο κούτελόν του (Ερωτόκρ. Β´ 1637).
- 4) Σε ευθεία γραμμή:
- όταν εφονεύθηκε, τότε απλώθη ίσια (Αιτωλ., Μύθ. 699).
- 5)
- α) Δίκαια, σωστά:
- Ουδέ στρεβλήν καρδιάν ποτέ ίσια μπορεί να κρένει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [742])·
- έκφρ. ίσια και ίσια = δίκαια:
- (Βαρούχ. 23119)·
- β) (μεταφ.) στον ίσιο δρόμο:
- τα χάδια να σκολάσουσι (ενν. οι κορασές), … να πορπατούσιν ίσα (Πανώρ. Α´ 448).
- α) Δίκαια, σωστά:
[<επίθ. ίσιος. Ο τ. ίχια σήμ. κυπρ. (Λουκάς 170). Η λ. (Du Cange) και ο τ. ίσα και σήμ.]
- 1)



