Παράλληλη αναζήτηση
| 888 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερατικός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα:
- (Ωροσκ. 401), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [206]).
- Το ουδ. ως ουσ. = ιερατείο:
- δεν χειροτονείται παρευθύς αρχιερεύς …, μόνον θέλει να διαβεί από τους βαθμούς όλους του ιερατικού (Βακτ. αρχιερ. 185).
[αρχ. επίθ. ιερατικός. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερατικός -ή -ό [ieratikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους ιερείς: Iερατική εξουσία. Iερατικό αξίωμα / σχήμα. Iερατικά άμφια· (πρβ. άγιος). ~ βαθμός, βαθμός ιεροσύνης. Iερατική σχολή, στην οποία μορφώνονται και εκπαιδεύονται οι μέλλοντες κληρικοί· (πρβ. ιεροδιδασκαλείο).
[λόγ. < αρχ. ἱερατικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερέας ο [ieréas] Ο21 : 1. (στην ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία): α. ιερέας οποιασδήποτε βαθμίδας της εκκλησιαστικής ιεραρχίας· κληρικός, ιερωμένος, παπάς· (πρβ. εφημέριος, διάκος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). β. (ειδικότ.) ο ιερέας που έχει το δεύτερο από τους τρεις βαθμούς της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (ανώτερος από το διάκο και κατώτερος από τον επίσκοπο)· πρεσβύτερος: Xειροτονήθηκε ~. 2. το πρόσωπο που υπηρετεί ή εκπροσωπεί κπ. θεό και εκτελεί τις σχετικές λατρευτικές πράξεις και τα θρησκευτικά μυστήρια: Οι ιερείς της αρχαίας Aιγύπτου. Οι ιερείς του Mαντείου των Δελφών. Bουδιστές / μουσουλμάνοι ιερείς. || H γυναίκα ~ (ενός ειδωλολατρικού ναού), ιέρεια.
[λόγ. < ελνστ. ἱερεύς, αιτ. -έα, αρχ. σημ.: `θυσιαστής΄ σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιέρεια η [iéria] Ο27 : 1. η γυναίκα ιερέας (κυρ. προκειμένου για αρχαίες θρησκείες): Οι ιέρειες του ναού της Δήμητρας. 2. (μτφ.) α. για καλλιτέχνιδα, σε εκφορές που δίνουν έμφαση στην έννοια της αφοσίωσης σε μια τέχνη: ~ της τέχνης. ~ της Tερψιχόρης, χορεύτρια. β. ~ της Aφροδίτης, ιερόδουλος, πόρνη.
[λόγ. < αρχ. ἱέρεια, θηλ. του ἱερεύς (δες στο ιερέας)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιέρειος ο.
-
- Ιερέας:
- Είπον δε προς Αλέξανδρον ιέρειοι των δένδρων (Βίος Αλ. 4950).
[πιθ. πλαστό αρσ. του ουσ. ιέρεια]
- Ιερέας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερεμιάδα η [ieremiáδa] Ο26 : λόγος που παρουσιάζει, περιγράφει ή εκτιμά, μια κατάσταση με τρόπο ιδιαίτερα απαισιόδοξο ή μεμψίμοιρο· θρηνολογία, μεμψιμοιρία: Οι ιερεμιάδες της αντιπολίτευσης μας αφήνουν ασυγκίνητους.
[λόγ. ιερεμί(ας) -άδα < γαλλ. jérémiade < υστλατ. Jeremias < ελνστ. Ἰερεμίας < εβρ. Yirmĕjāh (προφήτης της Π.Δ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερεμιακός, επίθ.
-
- Που είναι του Ιερεμία:
- ιερεμιακούς θρήνους (Χίκα, Μονωδ. 348).
[<κύρ. όν. Ιερεμίας + κατάλ. ‑ιακός. Η λ. στον Κουμαν.]
- Που είναι του Ιερεμία:
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερεύς ‑έας ο· γερέας· γεριάς· ιερής· ιεριάς· γεν. ιερώς.
-
- Ιερέας, παπάς:
- (Διήγ. Αλ. V 27), (Ιστ. Βλαχ. 1694), (Ασσίζ. 25922).
[αρχ. ουσ. ιερεύς. Ο τ. ιερής και σήμ. κυπρ. Η λ. (‑έας) και σήμ.]
- Ιερέας, παπάς:
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερεύω· γεριεύγω.
-
- Θυσιάζω:
- να γεριεύγουν εμέν (Πεντ. Έξ. XL 13).
[αρχ. ιερεύω]
- Θυσιάζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεριχούντιος, επίθ.
-
- Που ανήκει στην Ιεριχώ:
- πεσόντα τα τείχη της μονής ως πάλαι τα ιεριχούντια (Διήγ. αναιρεθ. 8344).
[μτγν. επίθ. ιεριχούντιος]
- Που ανήκει στην Ιεριχώ:



