Παράλληλη αναζήτηση
| 1.007 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θαλερός, επίθ.
-
- 1) Θαλερός:
- (Λίβ. N 2737).
- 2) Νεαρός, νέος:
- Πρεσβύτεροι και θαλεροί (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1215).
- Το ουδ. ως ουσ. = ανθηρότητα, δροσιά:
- διά του τόπου το εύμνοστον και διά το θαλερόν του (Λίβ. N 3473).
[αρχ. επίθ. θαλερός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θαλερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλερός -ή -ό [θalerós] Ε1 : 1. (για φυτό) που βρίσκεται σε άνθηση· πράσινος, φρέσκος: Θαλερό δέντρο / κλωνάρι. 2. (μτφ. για άνθρ.) που διατηρεί την ακμαιότητά του, σφριγηλός, ζωηρός, νεανικός: Ένας ~ εξηντάρης.
[λόγ. < αρχ. θαλερός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλερότητα η [θalerótita] Ο28 : η ιδιότητα του θαλερού.
[λόγ. θαλερ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλιδομίδη η [θaliδomíδi] Ο30 : φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε ως ηρεμιστικό και υπνωτικό: Tα παιδιά της θαλιδομίδης, για παιδιά που γεννήθηκαν με κακοπλασίες, από μητέρες που κατά τη διάρκεια της κύησής τους έπαιρναν θαλιδομίδη.
[λόγ. < γερμ. Thalidomid (σήμα κατατ.) -η (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- θαλλίον το.
-
- Καλάθι (από πλεγμένα φύλλα και κλαδιά φοινικιάς):
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1170).
[μτγν. ουσ. θαλλίον. Για τη λ. βλ. Perpillou-Thomas, REG 108, 1995, 1-6. Τ. ‑ί σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Καλάθι (από πλεγμένα φύλλα και κλαδιά φοινικιάς):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θάλλω [θálo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1. (για φυτό) ευδοκιμώ, βλασταίνω σε αφθονία. 2. (μτφ.) α. είμαι ακμαίος· ακμάζω. β. (λογοτ.) είμαι άφθονος· αφθονώ.
[λόγ. < αρχ. θάλλω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θάλπος το [θálpos] Ο46β : (λογοτ.) θαλπωρή.
[λόγ. < αρχ. θάλπος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θάλπω [θálpo] Ρ4α : 1. (λόγ.) θερμαίνω. 2. (λογοτ.) κάνω κπ. να αισθάνεται θαλπωρή2.
[λόγ. < αρχ. θάλπω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλπωρή η [θalporí] Ο29 : ΣYN ζεστασιά. 1. ελαφριά και ευχάριστη ζέστη: Xαρήκαμε τη ~ του ανοιξιάτικου ήλιου. 2. (μτφ.) ζεστή, οικεία και ευχάριστη ατμόσφαιρα και το συναίσθημα που γεννιέται από αυτήν: Οικογενειακή ~. Στο σπίτι των παιδιών της βρήκε ~, περιποίηση, στοργή.
[λόγ. < αρχ. θαλπωρή]
[Λεξικό Κριαρά]
- θάμ‑, θαμ‑,
- βλ. θαύμ‑, θαυμ‑.



