Παράλληλη αναζήτηση
| 1.007 εγγραφές [901 - 910] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυμηδία η [θimiδía] Ο25 : τάση, διάθεση για γέλιο ως εκδήλωση ειρωνείας: Tα λόγια του προκάλεσαν τη γενική ~.
[λόγ. < αρχ. θυμηδία `τέρψη της καρδιάς, χαρά΄]
- θύμημα το.
-
- Ανάμνηση:
- ελπίζω εις την καρδίαν σου να ρίξει (ενν. ο έρωτας) θύμημά μου (Λίβ. Esc. 1296).
[<ουσ. ενθύμημα. Η λ. στο Somav.]
- Ανάμνηση:
- θυμημός ο.
-
- Θύμηση (ως σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Δευτ. VII 18).
[<θυμούμαι + κατάλ. ‑μός]
- Θύμηση (ως σύστ. αντικ.):
- θύμηση η [θímisi] Ο32 : (συνήθ. συναισθ.) α. η μνήμη: Έρχεται συχνά στη θύμησή μου, το θυμάμαι συχνά. β. η ανάμνηση: Mια γλυκιά ~.
[μσν. θύμηση < θύμη(σις) -ση < αρχ. ἐνθύμησις `σκέψη, ιδέα΄, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- θύμησις ‑ση η.
-
- 1)
- α) Μνήμη:
- μ’ αφήνει η θύμησις (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41415)·
- β) σκέψη:
- (Ροδολ. Δ´ 48)·
- φρ.
- (1) έχω θύμησιν = λογαριάζω, υπολογίζω, σκέφτομαι:
- (Απόκοπ. (Παναγ.) 552)·
- (2) έχω θύμησιν εις = έχω υπόψη (κ.):
- (Βαρούχ. 4376).
- (1) έχω θύμησιν = λογαριάζω, υπολογίζω, σκέφτομαι:
- α) Μνήμη:
- 2)
- α) Ανάμνηση, ενθύμηση:
- Ω πικραμένη θύμησις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [932])·
- φρ.
- (1) δίδω θύμησιν = υπενθυμίζω:
- (Βεντράμ., Φιλ. 9)·
- (2) βάνω κ. εις (ή για) θύμηση = κάνω κ. να μείνει στη μνήμη:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 157), (Κορων., Μπούας 116)·
- (1) δίδω θύμησιν = υπενθυμίζω:
- β) ενθύμιο:
- μίαν καδένα … για θύμηση (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32825).
- α) Ανάμνηση, ενθύμηση:
- 3) Συνήθεια, έθιμο:
- Η ορδινία … οπού εδόθη κατά την θύμησιν (Σουμμ., Ρεμπελ. 166).
[<αρχ. ουσ. ενθύμησις. Η λ. στο Βλάχ. (‑σις) και σήμ. (‑ση)]
- 1)
- θυμητάρι το [θimitári] Ο44 : (λογοτ., λαϊκότρ.) το ενθύμιο.
[*θυμητ(ός) -άρι < θυμη- (θυμάμαι) -τός]
- θυμητικό το [θimitikó] Ο38 : (οικ.) η μνήμη: Δεν έχεις καθόλου ~ καημένε.
[μσν. θυμητικό ουδ. του επιθ. θυμητικός < θυμη- (θυμούμαι) -τικός]
- θυμητικόν το· θυμητικό.
-
- Ευκολία στη μνήμη:
- είχε το θυμητικόν … και έμαθε τα γράμματα χωρίς κανένα κόπον (Ιστ. Βλαχ. 465· Συναδ. φ. 18v).
[ουδ. του επιθ. θυμητικός (Δημ.) ως ουσ. Η λ. στο Somav. Ο τ. και σήμ.]
- Ευκολία στη μνήμη:
- θυμιάζω [θimnázo] -ομαι Ρ2.1 : θυμιατίζω.
[μσν. θυμιάζω < αρχ. θυμι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. θυμιασ-]
- θυμιάζω.
-
- (Μτβ. και αμτβ.) θυμιατίζω:
- πάσα ναόν εθύμιασε (Θυσ. Ζ´ [482])·
- θυμιάσαντες … οι στρατιώται (Βίος Αλ. 5574).
[<αόρ. του αρχ. θυμιάω. Η λ. το 10. αι. (L‑S· βλ. και Lampe) και σήμ.]
- (Μτβ. και αμτβ.) θυμιατίζω:



